Χημικά στοιχεία

Τα ονόματα των χημικών στοιχείων κρύβουν το καθένα μια ξεχωριστή μικρή ιστορία μέσα στο χρόνο. Παρατίθενται με αλφαβητική σειρά, συνοδευόμενα από το διεθνή τους συμβολισμό.

άζωτο, Ν: προέρχεται από τη γαλλική λέξη azote, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις α- στερητικό + ζωή. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό A. Lavoisier το 1775, επειδή το στοιχείο αυτό δε μπορεί να συντηρήσει τη ζωή, αφού δεν είναι χρήσιμο στην αναπνοή. Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από την αγγλική του ονομασία nitrogen (= νιτρογόνο), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις νίτρον + γεννώ, η οποία δηλώνει την παρουσία αυτού του στοιχείου στο ορυκτό νίτρο.
αϊνσταΐνιο, Es: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη einsteinium, που προήλθε από το επώνυμο του Γερμανού φυσικού A. Einstein, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι αυτό το τεχνητό στοιχείο το 1952, προϊόν πυρηνικής δοκιμής.
ακτίνιο, Ac: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη actinium, που παράγεται από την αρχαία λέξη η ακτίς, αιτιατική την ακτίνα. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο A. Debierne το 1899, επειδή το στοιχείο αυτό δημιουργεί ακτινωτές ανταύγειες στο σκοτάδι λόγω της έντονης ραδιενέργειας που εκπέμπει.
αμερίκιο, Am: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη americium, που προήλθε από τo όνομα της ηπείρου America (= Αμερική). Η ονομασία της ηπείρου προέρχεται από το όνομα του Ιταλού εξερευνητή Amerigo (Vespucci), ο οποίος αντιλήφθηκε πρώτος ότι αποτελούσε μία νέα ήπειρο και όχι την Ασία, όπως πίστευε ο Κολόμβος και οι σύγχρονοί του. Αυτό το τεχνητό στοιχείο ονομάστηκε έτσι από τους Αμερικανούς G. Seaborg, R. James, L. Morgan και A. Giorso το 1944 προς τιμήν της ηπείρου τους, επειδή στον περιοδικό πίνακα στοιχείων βρίσκεται κάτω ακριβώς από το στοιχείο ευρώπιο (βλ.λ.), το οποίο έχει πάρει την ονομασία του επίσης από το όνομα ηπείρου.
άνθρακας, C: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο άνθραξ, αιτιατική άνθρακα. Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από την αγγλική λέξη carbon, που προήλθε από τη γαλλική carbone, ονομασία που έδωσε το 1789 ο Γάλλος χημικός A. Lavoisier και παράγεται από τη λατινική λέξη carbo, γενική carbonis (= κάρβουνο).
αντιμόνιο, Sb: προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη antimonium, που προήλθε πιθανόν από την (αμάρτυρη) λέξη *athimodium, η οποία παράγεται από την αραβική al-ithmid, που προήλθε από την αρχαία λέξη το στίμμι και αυτό από τη λέξη η στίμμις (σκόνη για βαφή των ματιών), που προήλθε από την αραβική λέξη sdm.
αργίλιο ή αλουμίνιο, Al: η πρώτη ονομασία προέρχεται από την αρχαία λέξη άργιλ(λ)ος (= πηλός, λάσπη), που προήλθε πιθανόν από το επίθετο αργός (= λαμπρός, στιλπνός), και δόθηκε ως ονομασία σ’ αυτό το στοιχείο, επειδή περιέχεται μέσα στην άργιλο. Η δεύτερη ονομασία προέρχεται από τη νεολατινική λέξη aluminium, που προήλθε από τη λατινική λέξη alumen (= στυπτηρία, όξινο άλας) και δόθηκε από τον Άγγλο χημικό H. Davy το 1810, επειδή πίστευε ότι αυτό το στοιχείο περιέχεται στην ουσία στυπτηρία.
αργόν, Ar: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη argon, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο αργός, το οποίο παράγεται από το επίθετο αεργός (= αδρανής), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + έργον. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους Άγγλους Rayleigh και W. Ramsay το 1894, για να δηλωθεί η χημική αδράνεια αυτού του στοιχείου.
άργυρος, Ag: προέρχεται από την αρχαία λέξη άργυρος, που προέρχεται πιθανόν από το επίθετο αργός (= λευκός, στιλπνός) και έχει κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα με τη λατινική λέξη argentum (= άργυρος, ασήμι).
αρσενικό, As: προέρχεται από την αρχαία λέξη αρσενικόν, που έχει σημιτική προέλευση (με την παρετυμολογική επίδραση του επιθέτου αρσενικός = ανδρικός).
ασβέστιο, Ca: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ασβέστιον, παράγωγο της αρχαίας φράσης άσβεστος (τίτανος), όπου το επίθετο άσβεστος είναι σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + σβέννυμι (= σβήνω), ενώ τίτανος ονομάζεται ένα είδος λευκής σκόνης. Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από τη νεολατινική λέξη calcium, που δόθηκε από τον Άγγλο H. Davy το 1808 και προήλθε από τη λατινική λέξη calx, γενική calcis (= ασβέστης).
άστατο, At: προέρχεται από την αγγλική λέξη astatine, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο άστατος, σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + στατός (από το ρήμα ίστημι = στέκομαι). Η ονομασία αυτή δόθηκε σ’ αυτό το χημικό στοιχείο από τους Αμερικανούς D. Corson, K. Mackenzie και E. Serge το 1940, για να δηλωθεί η χημική του αστάθεια.
άφνιο, Hf: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη hafnium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Hafnia (= Κοπεγχάγη). Η ονομασία αυτή δόθηκε από τον Ολλανδό D. Coster και τον Ουγγροσουηδό G. Hevesy το 1923, επειδή το στοιχείο αυτό το ανακάλυψαν κατά την εργασία τους στο εργαστήριο του χημικού Ν. Bohr στην Κοπεγχάγη.
βανάδιο, V: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη vanadium, που προήλθε από τη σκανδιναβική Vanadis, επίθετο της Freya, θεάς της ομορφιάς. Ονομάστηκε έτσι από τον N. Sefstrom το 1830, επειδή το στοιχείο αυτό ανακαλύφθηκε στη Σουηδία και οι ενώσεις του παρουσιάζουν ποικιλία όμορφων αποχρώσεων.
βάριο, Ba: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη barium, που προήλθε από την αρχαία λέξη βάρος. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό H. Davy το 1808, επειδή εξήγαγε το στοιχείο αυτό από το ορυκτό που λεγόταν βαρίτης ή βαρύτης ή βαρυτίτης.
βηρύλλιο, Be: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη βηρύλλιον (απ’ όπου παράγεται και η λατινική λέξη beryllus) και προήλθε από την ινδική λέξη veruliya και αυτή από τη λέξη veluriya, παράγωγο του ονόματος Velur, πόλη στην Ινδία με εμπόριο πολύτιμων λίθων.
βισμούθιο, Bi: προέρχεται από την αγγλική λέξη bismuth, που προήλθε είτε α) από την αρχαία γερμανική bismut είτε β) από τη νεολατινική bisemutum, ονομασία που έδωσε ο Γερμανός Bauer γύρω στα 1530 και προέρχεται πιθανόν από τη γερμανική λέξη weissmuth (= λευκή μάζα).
βολφράμιο, W: προέρχεται από τη γερμανική λέξη wolfram, σύνθετη πιθανόν από τις λέξεις wolf (= λύκος) + ram (= καπνιά, ακαθαρσία). Ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι μέταλλο κατώτερης αξίας και χρησιμοποιήθηκε η λέξη αυτή με την οποία οι Γερμανοί μεταλλωρύχοι ονόμαζαν περιφρονητικά παρόμοια μέταλλα.
βόριο, B: προέρχεται από την αγγλική λέξη boron, που προήλθε από συνδυασμό των λέξεων bor(ax) (= βόρακας) + (carb)on (= κάρβουνο), από τις οποίες η πρώτη προέρχεται από την αραβική buraq (= ορυκτό άλας), ενώ η δεύτερη από τη λατινική carbo, γενική carbonis (= άνθρακας). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1808, επειδή το στοιχείο αυτό το εξήγαγε από το ορυκτό βόρακας και επιπλέον γιατί παρουσιάζει ομοιότητα ιδιοτήτων με το στοιχείο άνθρακας.
βρώμιο, Br: προέρχεται από τη γαλλική λέξη brome ή bromine, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη βρόμος (= δυσωδία) και ονομάστηκε έτσι λόγω της δυσάρεστης οσμής που αναδύει αυτό το χημικό στοιχείο.
γαδολίνιο, Gd: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη gadolinium, που προήλθε από το επώνυμο του Φιλανδού χημικού J. Gadolin, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι το στοιχείο αυτό από το Γάλλο P. L. de Boisbaudran το 1886.
γάλλιο, Ga: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη gallium, που προήλθε από τη λατινική α) Gallus (= Γάλλος) ή β) gallus (= πετεινός). Αυτό το χημικό στοιχείο ονομάστηκε έτσι το 1875 είτε α) προς τιμήν της Γαλλίας, επειδή ανακαλύφθηκε από το Γάλλο P. Lecoq de Boisbaudran είτε β) ως απόδοση στα λατινικά του ονόματος αυτού του χημικού, το οποίο στα γαλλικά σημαίνει πετεινός (le coq = ο πετεινός).
γερμάνιο, Ge: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη germanium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Germania. Αυτό το στοιχείο ονομάστηκε έτσι από τον Γερμανό C. Winkler το 1886 προς τιμήν της πατρίδας του.
δημήτριο, Ce: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της νεολατινικής λέξης cerium, που προήλθε από τη νεολατινική λέξη Ceres, όνομα αστεροειδούς, που προέρχεται από το λατινικό όνομα Ceres, θεά της γεωργίας, αντίστοιχη με τη θεά Δήμητρα. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους Σουηδούς J. Berzelius και W. Hisinger το 1803, με αφορμή το όνομα του αστεροειδούς Ceres που είχε ανακαλυφθεί λίγο πριν, το έτος 1801.
δυσπρόσιο, Dy: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη dysprosium, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο δυσπρόσιτος, σύνθετο από τις λέξεις δυσ- + προσιτός. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο P. de Boisbaudran το 1886, επειδή το στοιχείο αυτό δεν είναι εύκολο να απομονωθεί.
έρβιο, Er: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη erbium, που προήλθε από τη λέξη *ytt-erbium, παράγωγο από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
ευρώπιο, Eu: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη europium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Ευρώπη. Ονομάστηκε έτσι από τον E. Demarcay το 1901, προς τιμήν της ηπείρου του, της Ευρώπης.
ζιρκόνιο, Zr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη zirconium, που προήλθε από τη γερμανική Zirkon, αυτή από τη γαλλική λέξη jargon, η οποία προέκυψε από την ιταλική giargone και αυτή από το περσικό έπίθετο zargun (= χρυσαφής). Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1789, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο στον ζιρκονίτη, ο οποίος μοιάζει στη φωτεινότητα με το διαμάντι και ήταν γνωστός από την αρχαιότητα ως πολύτιμος λίθος.
ήλιο, He: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη helium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ήλιος. Ονομάστηκε έτσι από τους αστρονόμους P. Janssen και J. Lockyer το 1868, επειδή το ανακάλυψαν από τις καινούριες γραμμές που εμφάνιζε αυτό το στοιχείο επάνω στη φασματοσκοπική ανάλυση του ηλιακού φωτός.
θάλλιο, Tl: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη thallium, που προήλθε από την αρχαία λέξη θαλλός (= βλαστάρι), παράγωγο του ρήματος θάλλω (= ανθίζω). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο S. Crookes το 1861, επειδή παρατήρησε ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε πράσινες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
θείο, S: προέρχεται από την αρχαία λέξη θείον, παράγωγο του ρήματος θύω (= βγάζω καπνό, θυσιάζω, πβ. θυμίαμα). Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από την αγγλική λέξη sulfur, που έχει σανσκριτική προέλευση.
θόριο, Th: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη thorium, που προήλθε από τη λέξη thoria (= οξείδιο του θορίου) και αυτή από το αρχαίο σκανδιναβικό όνομα Thorr, θεός του κεραυνού. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Berzelius το 1828, επειδή το οξείδιο αυτού του στοιχείου το είχε απομονώσει από ένα ορυκτό που προερχόταν από τη Νορβηγία.
θούλιο, Tm: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη thulium, που προήλθε από τη λέξη thulia (= οξείδιο του θουλίου) και αυτή από το λατινικό όνομα της χώρας Thule ή Thyle (= Θούλη). Η χώρα αυτή θεωρείτο ως η πιο βορεινή χώρα της Γης (πιθανόν να πρόκειται για την Ισλανδία ή τμήμα της Σκανδιναβίας), στην οποία κατάφερε να φθάσει το 300 π.Χ. ο τολμηρός γεωγράφος από τη Μασσαλία Πυθέας. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον P. Cleve το 1879, επειδή κατάφερε να εκπληρώσει το στόχο του, δηλαδή να επιτύχει την απομόνωση του οξειδίου αυτού του στοιχείου.
ίνδιο, In: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη indium, που προήλθε από την ισπανική indigo (= το λουλακί χρώμα) και αυτή από τη λατινική λέξη indicum (= το ινδικό, λουλάκι). Η τελευταία προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ινδικός, παράγωγο της λέξης Ινδία (προήλθε από το όνομα του ποταμού Ινδού, που ανάγεται στην αρχαία περσική hindu = ποταμός). Ονομάστηκε έτσι από τους F. Reich και T. Richter το 1863, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε έντονες γαλάζιες, σαν από λουλάκι, γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
ιρίδιο, Ir: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη iridium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ίρις (= ουράνιο τόξο) και αυτή από το όνομα η Ίρις, αιτιατική την Ίριδα, θεότητα που σχετιζόταν με το ουράνιο τόξο. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό S. Tenant το 1803, λόγω της ποικιλίας των χρωμάτων που παρουσιάζουν τα άλατα αυτού του στοιχείου.
ιώδιο, I: προέρχεται από τη γαλλική λέξη iodine, που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ιώδης (= μοβ, μαβής), παράγωγο της λέξης το ίον (= μενεξές). Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό J. Gay Lussac το 1813, επειδή το στοιχείο αυτό παράγει ατμούς που έχουν το χρώμα του μενεξέ, δηλαδή ιώδεις.
κάδμιο, Cd: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη cadmium, που προήλθε από την ελληνιστική φράση καδμεία (γη), η οποία δήλωνε ένα είδος ορυκτού, και παράγεται από το αρχαίο όνομα Κάδμος, βασιλιάς της Θήβας. Ονομάστηκε έτσι από τον F. Stromeyer το 1817, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο μέσα στο ορυκτό που ονομάζεται καδμεία γη.
καίσιο, Cs: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη c(a)esium, που προήλθε από το λατινικό επίθετο caesius (= γαλάζιος, λαμπερός). Ονομάστηκε έτσι από τους R. Bunsen και G. Kirchhoff το 1860, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε γαλάζιες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
κάλιο, K: προέρχεται από την αραβική λέξη al qali, που σημαίνει «η στάχτη φυτών» (απ’ όπου προέρχεται και η λατινική λέξη kalium). Ονομάστηκε έτσι, επειδή το στοιχείο αυτό υπάρχει στις ουσίες που παράγονται από τις στάχτες φυτών.
καλιφόρνιο, Cf: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη californium, που προήλθε από το αγγλικό όνομα California και αυτό από το όμοιο ισπανικό California (προέρχεται πιθανόν από τη φράση caliente fornella (= θερμός κλίβανος), επειδή η περιοχή αυτή έχει ζεστό κλίμα). Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι το 1950 από τους S. Thompson, K. Street, A. Giorso και G. Seaborg του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας προς τιμήν της πολιτείας αυτής των Η.Π.Α.
κασσίτερος, Sn: προέρχεται από την αρχαία λέξη κασσίτερος, που προήλθε πιθανόν από την (αμάρτυρη) λέξη *Kassitira (= Κασσίτες), λαός της Μεσοποταμίας. Ο διεθνής του συμβολισμός αυτού του στοιχείου προέρχεται από το λατινικό του όνομα stannum.
κιούριο, Cm: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη curium, που προήλθε από το επώνυμο του ζεύγους των Γάλλων επιστημόνων P. και M. Curie. Ονομάστηκε έτσι από τους G. Seaborg, R. James και A. Giorso το 1944 προς τιμήν του ζεύγους Κιουρί, επειδή στον περιοδικό πίνακα στοιχείων βρίσκεται ακριβώς κάτω από το στοιχείο γαδολίνιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του επίσης από το όνομα ενός επιστήμονα.
κοβάλτιο, Co: προέρχεται από τη γερμανική λέξη cobalt, που προήλθε από το όνομα Kobolt, μυθικό κακοποιό πνεύμα των ορυχείων. Ονομάστηκε έτσι από Γερμανούς εργάτες ορυχείων κατά το 16ο αι., επειδή τα μεταλλεύματα αυτού του στοιχείου, όταν θερμανθούν, αναδίδουν επικίνδυνες αναθυμιάσεις.
κρυπτόν, Kr: προέρχεται από την αγγλική λέξη krypton, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο κρυπτός, παράγωγο του ρήματος κρύπτω. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό W. Ramsay το 1898, επειδή η παρουσία του στοιχείου αυτού στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι τόσο ελάχιστη, ώστε δίνει την εντύπωση ότι είναι κρυμμένο μέσα του.
λανθάνιο, La: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη lanthanum, που προήλθε από το αρχαίο ρήμα λανθάνω (= κρύβομαι). Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1839, επειδή το οξείδιο του στοιχείου αυτού είναι κρυμμένο μέσα στα άλατα ενός άλλου στοιχείου, που λέγεται δημήτριο.
λευκόχρυσος, Pt: πρόκειται για σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις αρχαίες λέξεις λευκός + χρυσός. Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από τη νεολατινική του ονομασία platinum, που προήλθε από την ισπανική φράση platina (del Pinto), η οποία σημαίνει «ασημικό (του Πίντο)», ονομασία που έδωσαν το 1736 οι Ισπανοί στο μέταλλο αυτό, το οποίο βρέθηκε στον ποταμό Πίντο της Κολομβίας.
λίθιο, Li: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη lithium, που προήλθε από την αρχαία λέξη λίθος. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Arfvedson το 1817, επειδή ήθελε να τονίσει την ορυκτή προέλευση αυτού του στοιχείου, που ανήκει στα αλκάλια, σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα αλκάλια, τα οποία είναι φυτικής προέλευσης.
λουτήτιο, Lu: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη lutetium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Lutetia (= Παρίσι). Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο G. Urbain το 1907, ο οποίος χρησιμοποίησε το λατινικό όνομα της πρωτεύουσας της χώρας του.
λορένσιο ή λωρένσιο, Lr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη lawrencium, που προήλθε από το επώνυμο του Αμερικανού E. Lawrence, ο οποίος είναι ο εφευρέτης του κύκλοτρου. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους A. Giorso, T. Sikkeland, A. Larsch και R. Latimer το 1961 προς τιμήν του επιστήμονα αυτού και ιδρυτή του εργαστηρίου τους στην Καλιφόρνια, το οποίο λέγεται Lawrence Radiation Laboratory.
μαγγάνιο, Mn: προέρχεται από τη γαλλική λέξη manganese, που προήλθε από την ιταλική manganese και αυτή από τη μεσαιωνική λατινική manganesa (με αναγραμματισμό του g και του n), η οποία παράγεται από τη λατινική λέξη magnesia. Η τελευταία προέρχεται από την ελληνιστική φράση η μαγνησία (λίθος), που προήλθε από την αρχαία φράση η μαγνήτις (λίθος), η οποία παράγεται από το όνομα Μαγνησία, περιοχή της Θεσσαλίας, που παράγεται από τη λέξη ο Μάγνης, όνομα μακεδονικού λαού.
μαγνήσιο, Mg: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη magnesium, που παράγεται από τη λατινική magnesia. Η τελευταία προήλθε από την αρχαία φράση η μαγνήτις (λίθος), η οποία παράγεται από το όνομα Μαγνησία, περιοχή της Θεσσαλίας, που παράγεται από τη λέξη ο Μάγνης, όνομα μακεδονικού λαού. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1808, επειδή παρασκευάστηκε από την ουσία που ονομάζεται μαγνησία.
μεντελέβιο, Md: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη mendelevium, που προήλθε από το επώνυμο του Ρώσου χημικού D. Mendeleyev. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους A. Giorso, R. Harvey, G. Choppin, S. Thompson και G. Seaborg το 1955 προς τιμήν αυτού του Ρώσου χημικού και επινοητή του περιοδικού πίνακα στοιχείων.
μολυβδαίνιο, Mo: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη molybdenum, που προήλθε από τη λατινική molybdaena, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη μολύβδαινα, παράγωγο της λέξης μόλυβδος. Ονομάστηκε έτσι από τον P. Hjelm το 1782, επειδή εξήγαγε το στοιχείο αυτό από το οξείδιό του, το οποίο περιέχεται στο ορυκτό μολυβδαινίτης.
μόλυβδος, Pb: προέρχεται από την αρχαία λέξη μόλυβδος. Ο διεθνής του συμβολισμός προέρχεται από την λατινική του ονομασία plumbum.
μπερκέλιο, Bk: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη berkelium, που προήλθε από το αμερικανικό όνομα Berkeley, πόλη στην Καλιφόρνια. Ονομάστηκε έτσι από τους S. Thompson, A. Giorso και G. Seaborg το 1949 προς τιμήν του τόπου, όπου βρίσκεται το πανεπιστήμιό τους, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα στοιχείων ακριβώς κάτω από το στοιχείο τέρβιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του επίσης από μια πόλη.
νάτριο, Na: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη natrium, που προήλθε από τη γαλλική natron και αυτή από την ισπανική λέξη natron. Η τελευταία προέρχεται από την αραβική natrun ή nitrun, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη νίτρον, που έχει σημιτική προέλευση.
νεοδύμιο, Nd: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη neodymium, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις νέος + (δί)δυμος. Ονομάστηκε έτσι από τον Αυστριακό C. von Welsbach το 1885, επειδή εξήγαγε αυτό το στοιχείο από το οξείδιο που ονομάζεται διδύμιο.
νέον, Ne: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη neon, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο νέος. Ονομάστηκε έτσι από τους Άγγλους W. Ramsay και M. Travers το 1898, επειδή όταν ανακαλύφτηκε αποτελούσε ένα νέο στοιχείο για τη σύσταση του ατμοσφαιρικού αέρα.
νικέλιο, Ni: προέρχεται από τη σουηδική λέξη nickel, που προήλθε από τη γερμανική (Kupfel)nickel, η οποία σημαίνει «(χαλκός) του διαβόλου» και είναι σύνθετη από τις λέξεις Kupfel (= χαλκός) + Nickel (όνομα γερμανικής θεότητας). Ονομάστηκε έτσι από το Σουηδό A. Cronstedt το 1751, επειδή περιέχεται στο ορυκτό που οι Γερμανοί μεταλλωρύχοι αποκαλούσαν «χαλκό του διαβόλου», γιατί ενώ έμοιαζε με ορυκτό χαλκού δε μπορούσαν να εξάγουν το χαλκό από αυτό.
νιόβιο, Nb: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη niobium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Νιόβη, η οποία ήταν κόρη του Ταντάλου, μυθικού βασιλιά της Φρυγίας. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό H. Rose το 1844, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα στοιχείων ακριβώς κάτω από το στοιχείο ταντάλιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του από το μυθικό αυτό βασιλιά.
νομπέλιο, No: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη nobelium, που προήλθε από το όνομα του Σουηδού επιστήμονα A. Nobel. Ονομάστηκε έτσι από ομάδα επιστημόνων του Ινστιτούτου Νόμπελ της Στοκχόλμης το 1957 προς τιμήν του επιστήμονα αυτού.
ξένον, Xe: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη xenon, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο ξένος. Ονομάστηκε έτσι από τους Άγγλους W. Ramsay και M. Travers το 1898, με τη σημασία «παράξενο, περίεργο», επειδή το στοιχείο αυτό ανακαλύφτηκε σε ελάχιστες ποσότητες μέσα στον ατμοσφαιρικό αέρα.
όλμιο, Ho: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη holmium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Holmia (= Στοκχόλμη). Ονομάστηκε έτσι από τον P. Cleve το 1879, ο οποίος χρησιμοποίησε το λατινικό όνομα της πρωτεύουσας της Σουηδίας, επειδή απομόνωσε το οξείδιο του στοιχείου αυτού από το ορυκτό yttria, που βρέθηκε στη σουηδική πόλη Ytterby.
οξυγόνο, O: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης oxygène, που είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις οξύς + θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό Α. Lavoisier το 1777, επειδή θεωρούσε ότι το στοιχείο αυτό αποτελούσε το βασικό συστατικό όλων των οξέων.
όσμιο, Os: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη osmium, που προήλθε από την αρχαία λέξη οσμή, παράγωγο του ρήματος όζω (= μυρίζω). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο S. Tennant το 1803 λόγω της άσχημης οσμής του οξειδίου του.
ουράνιο, U: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη uranium, που προήλθε από το νεολατινικό όνομα Uranus, πλανήτης που πήρε την ονομασία του από το αρχαίο όνομα Ουρανός, μυθικός θεός και σύζυγος της θεάς Γης. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό Μ. Klaproth το 1789, επειδή λίγο πριν, το έτος 1781, είχε ανακαλυφθεί αυτός ο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος.
παλλάδιο, Pd: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη palladium, που προήλθε από το νεολατινικό όνομα Pallas, αστεροειδής που πήρε την ονομασία του από την αρχαία λέξη η Παλλάς, γενική της Παλλάδος, επίθετο της θεάς Αθηνάς. Ονομάστηκε έτσι από τον W. Wollaston το 1803, επειδή λίγο πριν, το έτος 1802, είχε ανακαλυφθεί αυτός ο αστεροειδής.
πλουτώνιο, Pu: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη plutonium, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο πλουτώνιος, παράγωγο από το αρχαίο όνομα Πλούτων, θεός του κάτω κόσμου. Ονομάστηκε έτσι από τους Αμερικανούς G. Seaborg, E McMillan, J. Kennedy και Α. Wahl το 1941, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα στοιχείων αμέσως μετά τα στοιχεία ουράνιο και ποσειδώνιο, όπως ακριβώς και ο πλανήτης Πλούτωνας βρίσκεται στο ηλιακό μας σύστημα μετά τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα.
πολώνιο, Po: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη polonium, που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Polonia, που προέρχεται από το πολωνικό όνομα Polska. Ονομάστηκε έτσι από τη M. Curie το 1898 προς τιμήν της ιδιαίτερης πατρίδας της, της Πολωνίας.
ποσειδώνιο, Np: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη neptunium, που προήλθε από το νεολατινικό όνομα Neptune (= Ποσειδώνας), πλανήτης που πήρε την ονομασία του από το λατινικό όνομα Neptunus (= Ποσειδώνας), θεός της θάλασσας. Ονομάστηκε έτσι από τον E. McMillan γύρω στο 1940, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα στοιχείων αμέσως μετά το στοιχείο ουράνιο, όπως ακριβώς και ο πλανήτης Ποσειδώνας βρίσκεται στο ηλιακό μας σύστημα αμέσως μετά τον πλανήτη Ουρανό.
πρασι(ν)οδύμιο, Pr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη praseodymium, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις πράσι(ν)ος + (δί)δυμος. Ονομάστηκε έτσι από τον Αυστριακό C. von Welsbach το 1885, επειδή παρασκεύασε το στοιχείο αυτό από το οξείδιο που ονομάζεται διδύμιο, αλλά και γιατί το νιτρικό άλας του έχει χρώμα πράσινο.
προμήθ(ε)ιο, Pm: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη promethium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Προμηθεύς, μυθικός ήρωας, ο οποίος έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Ονομάστηκε έτσι από τους J. Marinsky, L. Glendenin και C. Coryell το 1947, επειδή το στοιχείο αυτό δημιουργείται μέσα στη «φωτιά» των πυρηνικών αντιδραστήρων.
πρωτακτίνιο, Pa: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη protactinium, σύνθετο από το αρχαίο επίθετο πρώτος + νεολατινικό actinium (= ακτίνιο). Ονομάστηκε έτσι το 1916, με τη σημασία «πρώτο από το ακτίνιο», επειδή η διάσπαση του ισότοπου Pa-231 οδηγεί στο στοιχείο που ονομάζεται ακτίνιο.
πυρίτιο, Si: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πυρίτης (λίθος), που προήλθε από την αρχαία λέξη το πυρ (= φωτιά). Η ονομασία αυτή αποτελεί απόδοση της αγγλικής λέξης silicon, όπως ονομάστηκε το στοιχείο αυτό από τον T. Thomson το 1831. Η λέξη αυτή προήλθε από τη λέξη silica, που δηλώνει το οξείδιο του πυριτίου και προέρχεται από τη λατινική λέξη silex, γενική silicis (= χαλίκι). Πρόσθεσε, μάλιστα, την κατάληξη -on, για να δηλώσει την αναλογία που υπάρχει σε αυτό το στοιχείο με τα στοιχεία άνθρακας και βόριο (στα αγγλικά: carbon και boron), τα οποία έχουν την ίδια κατάληξη.
ράδιο, Ra: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη radium, που προήλθε από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα). Ονομάστηκε έτσι από το ζεύγος των Γάλλων επιστημόνων P. και M. Curie το 1898, επειδή το στοιχείο αυτό εκπέμπει ραδιενεργό ακτινοβολία.
ραδόνιο, Rn: προέρχεται από την αγγλική λέξη radon, που παράγεται από τη νεολατινική λέξη radium, η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα). Ονομάστηκε έτσι το 1900, επειδή το ισότοπό του Rn-222 προέρχεται από τη διάσπαση του στοιχείου ραδίου, ενώ η κατάληξη -on είναι χαρακτηριστική για τα στοιχεία που ανήκουν στα ευγενή αέρια.
ρήνιο, Re: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη rhenium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Rhenus (= Ρήνος), ποταμός της Γερμανίας. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους W. Noddack, I. Tacke και O. Berg το 1925.
ρόδιο, Rh: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη rhodium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ρόδον (= τριαντάφυλλο). Ονομάστηκε έτσι από τον W. Wollaston το 1803, επειδή το στοιχείο αυτό εμφανίζει κόκκινο τριανταφυλλί χρώμα στα υδατικά διαλύματα των αλάτων του.
ρουβίδιο, Rb: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη rubidium, που προήλθε από το λατινικό επίθετο rubidus (= κοκκινωπός), παράγωγο του ρήματος rubeo (= κοκκινίζω), το οποίο προέρχεται από το επίθετο ruber (= κόκκινος). Ονομάστηκε έτσι από τους R. Bunsen και G. Kirchhoff το 1861, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε κόκκινες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
ρουθήνιο, Ru: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη ruthenium, που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Ruthenia, περιοχή της Ουκρανίας. Ονομάστηκε έτσι από τον G. Osann το 1828, επειδή ανακάλυψε το στοιχείο αυτό σε ορυκτά από λευκόχρυσο που προέρχονταν από την περιοχή αυτή που βρίσκεται στα Ουράλια Όρη.
σαμάριο, Sm: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη samarium, που προήλθε από τη γαλλική λέξη samarskite, η οποία δηλώνει το ορυκτό σαμαρσκίτης και προέρχεται από το επώνυμο του Ρώσου στρατιωτικού M. Samarskij, ο οποίος ήταν μηχανικός σε ορυχεία. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι, επειδή βρίσκεται μέσα στο ορυκτό σαμαρσκίτης, στο οποίο είχε δοθεί αυτή την ονομασία προς τιμήν του Ρώσου αυτού μηχανικού.
σελήνιο, Se: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη selenium, που προήλθε από την αρχαία λέξη σελήνη. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Berzelius το 1818, επειδή οι ιδιότητες του είναι παρόμοιες με τις ιδιότητες του στοιχείου τελλούριο και, αφού αυτό οφείλει την ονομασία του στη λατινική λέξη tellus (= γη), έδωσε αντίστοιχα στο νέο στοιχείο ονομασία που προέρχεται από το φυσικό δορυφόρο της Γης.
σίδηρος, Fe: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προήλθε πιθανόν από τη λέξη σί(β)δη (= ροδιά), η οποία ανάγεται στην προελληνική (αμάρτυρη) λέξη *sida (= κόκκινος), εφόσον όμως η λέξη σίδηρος είχε την αρχική σημασία «κόκκινο μέταλλο». Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λατινική του ονομασία ferrum.
σκάνδιο, Sc: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη scandium, που προήλθε από τη λέξη scandia, η οποία δηλώνει το οξείδιό του και προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Scandia (= Σκανδιναβία). Ονομάστηκε έτσι, επειδή ανακαλύφθηκε μέσα στο ορυκτό scandia, στο οποίο είχε δοθεί αυτή η ονομασία, γιατί προερχόταν από τη Σουηδία.
στρόντιο, Sr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη strontium, που προήλθε από το αγγλικό όνομα Strontian, οικισμός στη Σκωτία. Ονομάστηκε έτσι από τον A. Crawford το 1790, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο μέσα σε ένα ορυκτό, το οποίο προερχόταν από αυτόν τον οικισμό.
ταντάλιο, Ta: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη tantalium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Τάνταλος, μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας, του οποίου το αιώνιο μαρτύριο, που του επέβαλαν για τιμωρία οι θεοί στα Τάρταρα, ήταν να βρίσκεται μέχρι το λαιμό μέσα σε μια λίμνη, ενώ το νερό της αποσυρόταν κάθε φορά που προσπαθούσε να το πιεί. Ονομάστηκε έτσι από το Σουηδό χημικό A. Ekeberg το 1802, επειδή το στοιχείο αυτό αδυνατεί να αντιδράσει με ένα οξύ, όταν βυθίζεται σ’ αυτό, και να το απορροφήσει, όπως ακριβώς ο μυθικός ήρωας αδυνατούσε να πιει το νερό της λίμνης.
τελ(λ)ούριο, Te: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη tellurium, που προήλθε από τη λατινική λέξη tellus, γενική telluris (= γη, έδαφος). Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1798, επειδή ήθελε να δηλώσει με αυτό τον τρόπο την ορυκτή, τη γήινη, προέλευση αυτού του στοιχείου.
τέρβιο, Tb: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη terbium, που προήλθε από τη λέξη *yt-terbium, παράγωγο από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
τεχνήτιο, Tc: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη technetium, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο τεχνητός, παράγωγο της λέξης τέχνη. Ονομάστηκε έτσι από τους E. Serge και C. Perrier το 1937, επειδή το στοιχείο αυτό ήταν το πρώτο που παρασκευάστηκε τεχνητά από τον άνθρωπο.
τιτάνιο, Ti: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη titanium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα ο Τιτάν, γενική του Τιτάνος. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1795, επειδή το στοιχείο αυτό εμφανίζει εξαιρετική αντοχή, όπως ήταν η αντοχή και η δύναμη των μυθικών Τιτάνων, των πανίσχυρων παιδιών του θεού Ουρανού και της θεάς Γης.
υδράργυρος, Hg: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το ύδωρ (γενική του ύδατος) + άργυρος. Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από την απόδοσή του στα λατινικά ως hydrargyrum. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το στοιχείο αυτό μοιάζει με τον άργυρο στο χρώμα του, αλλά βρίσκεται σε υγρή, ρευστή, κατάσταση.
υδρογόνο, H: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης hydrogène, που είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το ύδωρ (γενική του ύδατος) + θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι. Ονομάστηκε έτσι από τον Γάλλο A. Lavoisier το 1783, επειδή ήθελε να δηλώσει ότι από αυτό το στοιχείο μπορεί να παραχθεί το νερό.
υττέρβιο, Yb: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη ytterbium, που προήλθε από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1878, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
ύττριο, Y: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη yttrium και αυτή από τη λέξη yttria, είδος γαίας, που προήλθε από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
φέρμιο, Fm: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη fermium, που προήλθε από το επώνυμο του Ιταλο-αμερικανού E. Fermi, πυρηνικός φυσικός, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι το 1952 αυτό το τεχνητό στοιχείο, προϊόν πυρηνικής δοκιμής.
φθόριο, F: προέρχεται από την αρχαία λέξη φθορά, παράγωγο του ρήματος φθείρω (= καταστρέφω). Η ονομασία αυτή προτάθηκε από τον Γάλλο A. Ampere το 1810, για να δηλωθεί η δραστικότητα αυτού του στοιχείου, επικράτησαν όμως το αγγλικό fluorine και το γαλλικό fluor, που προήλθαν από το λατινικό ρήμα fluo (= ρέω), και δηλώνουν την ιδιότητα του στοιχείου αυτού να μετατρέπει σε ρευστές τις μεταλλουργικές σκωρίες.
φράνκιο, Fr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη francium, που προήλθε από το γαλλικό όνομα France (= Γαλλία), παράγωγο του λατινικού Francus (= Γάλλος), το οποίο προήλθε από το αρχαίο γερμανικό Frank. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τη Γαλλίδα M. Perey το 1939 προς τιμήν της πατρίδας της.
φώσφορος, P: πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη από τις λέξεις φως + φέρω (από την οποία προέρχεται και το λατινικό phosphorus). Η ονομασία αυτή επικράτησε γύρω στα 1680 λόγω της χαρακτηριστικής ιδιότητας αυτού του στοιχείου να φεγγοβολεί στο σκοτάδι μετά από έκθεσή του στο φως.
χαλκός, Cu: πρόκειται για αρχαία λέξη. Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λέξη cyprum (πβ. αγγλικά copper), που προήλθε από τη λέξη cyprium και αυτή από τη λατινική φράση (aes) cyprium, που σημαίνει «(χαλκός) κυπριακός», παράγωγο του ονόματος Cyprus, το οποίο προέρχεται από το αρχαίο όνομα Κύπρος, νησί στο οποίο υπήρχε από την αρχαιότητα εκτεταμένη εξόρυξη αυτού του μετάλλου.
χλώριο, Cl: προέρχεται από την αγγλική λέξη chlorine, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο χλωρός. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1810, επειδή το στοιχείο αυτό έχει πρασινοκίτρινο χρώμα, όπως τα χλωρά φύλλα και χόρτα.
χρυσός, Au: πρόκειται για αρχαία λέξη, που έχει σημιτική προέλευση. Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λατινική του ονομασία aurum.
χρώμιο, Cr: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη chromium, που προήλθε από την αρχαία λέξη χρώμα. Το στοιχείο αυτό, που ανακαλύφθηκε από τον N. Vauqkelin το 1797, ονομάστηκε έτσι λόγω της ποικιλίας των αποχρώσεων που δημιουργούν οι ενώσεις του.
ψευδάργυρος, Zn: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις ψευδής + άργυρος. Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη νεολατινική του ονομασία zincum, που προήλθε από την ιταλική λέξη zinco και αυτή από τη γερμανική Zink (πβ. τσίγκος).