Α

αβγατίζω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που σημαίνει «αυξάνω» και προέκυψε (πιθανόν με την επίδραση της λέξης αβγό) μέσω των διαδοχικών (αμάρτυρων) λέξεων *εβγατίζω και *εβγατός από το επίθετο εγβατός. Αυτό προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο εκβατός, παράγωγο του αρχαίου ρήματος εκβαίνω (= εξέρχομαι, υπερβαίνω), σύνθετο από τις λέξεις εκ + βαίνω (= βαδίζω).
αβγό, αυγό: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αβγόν, που προήλθε από τη φράση τ’ αβγό, πληθυντικός τ’ αβγά, μέσω των διαδοχικών λέξεων ταβγά, ταουγά, ταουά και ταωά, που προέκυψαν από την φράση τα ωά, πληθυντικός της αρχαίας λέξης το ωόν, γενική του ωού (= το ωάριο των πτηνών).
«χάνω τα αβγά και τα πασχάλια»: φράση που σημαίνει «καταστρέφομαι» και προέκυψε από συμφυρμό (ανάμειξη) της φράσης «χάνω τα αβγά και τα καλάθια» με τη φράση «χάνω τα πασχάλια» (όπου η λέξη πασχάλιο δηλώνει τον πίνακα με τις ημερομηνίες των κινητών εορτών του Πάσχα).
«το αβγό του Κολόμβου»: φράση που υποδηλώνει την εύκολη αλλά αρκετά ευφάνταστη λύση ενός προβλήματος και προέρχεται από το περιστατικό που αποδίδεται στον Ιταλό εξερευνητή Χρ. Κολόμβο, ο οποίος για να αποδείξει την ορθότητα των επιχειρημάτων του χτύπησε ελαφρά ένα αβγό στη βάση του για να γίνει επίπεδη, ώστε να καταδείξει ότι ακόμα και αυτό μπορεί να σταθεί όρθιο.
αγγαρεία: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το ρήμα αγγαρεύω, παράγωγο της αρχαίας λέξης άγγαρος (= Πέρσης βασιλικός ταχυδρόμος), η οποία προήλθε από αντίστοιχη περσική λέξη που σημαίνει «έφιππος ταχυδρόμος». Η λέξη αγγαρεία είχε την αρχική σημασία «μεταφορά μηνύματος μέσω ταχυδρόμου», αλλά έπειτα απέκτησε την έννοια «καταναγκαστική εργασία χωρίς αμοιβή», επειδή ο άγγαρος είχε το δικαίωμα να επιβάλει τέτοιου είδους εργασία για να διεκπεραιώνει την αποστολή του.
αγελάδα: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη η αγελάς, αιτιατική την αγελάδα, η οποία δημιουργήθηκε μετά από επίδραση της φράσης η αγελαία (βους), που σημαίνει «το θηλυκό βόδι που ανήκει σε αγέλη». Το επίθετο αγελαία προέρχεται από την αρχαία λέξη αγέλη (= κοπάδι), παράγωγο του ρήματος άγω (= οδηγώ).
«περίοδος των παχιών (ή των ισχνών) αγελάδων»: φράση που προέρχεται από την εξήγηση που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη πως έδωσε ο Ιωσήφ σε σχετικό όνειρο που είδε ο Φαραώ, στο οποίο οι επτά παχιές αγελάδες και οι επτά αδύνατες αγελάδες συμβόλιζαν αντίστοιχα επτά χρόνια αφθονίας και επτά χρόνια πείνας για τη χώρα της Αιγύπτου.
αγλέο(υ)ρας: (συνήθως στη φράση «τρώω τον αγλέορα» = τρώω υπερβολικά) πρόκειται για λέξη που προέρχεται διαδοχικά από τις (αμάρτυρες) λέξεις *αλλέουρας, *αλλέουρος, *αλλέβουρος και *ελλέβο(υ)ρος, οι οποίοι προέκυψαν από την αρχαία λέξη ο ελλέβορος (είδος φυτού).
αγορά: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «συνέλευση του λαού», ενώ έπειτα απέκτησε και την έννοια «ο χώρος όπου γίνεται η συνέλευση» και προέρχεται από το ρήμα αγείρω (= συγκεντρώνω).
~ Από τη λέξη αγορά, επίσης, παράγεται το ρήμα αγορεύω, που σημαίνει «εκφωνώ λόγο σε συνέλευση, δημηγορώ». Επειδή, όμως, στο χώρο της συνέλευσης άρχισαν να προσέρχονται και οι έμποροι για να πουλήσουν εκεί πιο εύκολα τα προϊόντα τους, το ρήμα αγοράζω, που σήμαινε αρχικά «συχνάζω στην αγορά», απέκτησε στην ελληνιστική εποχή τη σημασία «ψωνίζω».
~ Επιπλέον, το επίθετο αγοραίος, που σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με την αγορά» απέκτησε ήδη στην αρχαία εποχή και τη μειωτική σημασία «κοινός, χυδαίος».
αγόρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αγόριν, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο άγωρος και αυτό από το αρχαίο επίθετο άωρος (= αυτός που δεν είναι στην ώρα του), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + ώρα.
~ Από το επίθετο άγωρος προήλθε και το μεσαιωνικό επίθετο άγουρος με τη ίδια σημασία, δηλαδή «ο μη ώριμος».
αγρίμι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αγρίμιν, που προήλθε από την ελληνιστική αγριμαίον, ουδέτερο του επιθέτου αγριμαίος, το οποίο προέρχεται από το επίθετο άγριμος (= κυνηγετικός), παράγωγο της αρχαίας λέξης η άγρα (= κυνήγι).
άγριος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «αυτός που ζει στους αγρούς» και προέρχεται από τη λέξη αγρός (= ύπαιθρος, χωράφι). Γρήγορα, όμως, απέκτησε και τη σημασία «σκληρός, τραχύς» λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής αλλά και της επιθετικής συμπεριφοράς που συνήθως έχουν τα ζώα και οι άνθρωποι της υπαίθρου.
~ Επίσης, το μεσαιωνικό επίθετο αγροίκος, που σήμαινε «απλοϊκός, αφελής», ενώ σήμερα έχει πλέον την έννοια «άξεστος, αγενής», προέρχεται από το αρχαίο επίθετο άγροικος (= αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγενής), σύνθετο από τις λέξεις αγρός + οίκος.
~ Επιπλέον, το ρήμα (α)γρικώ ή (α)γροικώ προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα γροικώ (= ακούω, εννοώ), που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *αγροικός (όπου το α- θεωρήθηκε ως α- στερητικό), η οποία προέκυψε από το αρχαίο επίθετο άγροικος.
~ Αλλά και το αρχαίο επίθετο άγρυπνος, που σήμαινε αρχικά «αυτός που κοιμάται στους αγρούς» και είναι σύνθετο από τις λέξεις αγρός + ύπνος, απέκτησε σύντομα και την έννοια «αυτός που κοιμάται λίγο ή καθόλου, που ξαγρυπνά για να φυλάει κάτι».
αγύρτης: πρόκειται για αρχαία λέξη, παράγωγο του ρήματος αγείρω (= συγκεντρώνω), η οποία σήμαινε αρχικά «αυτός που καλεί τους πιστούς σε σύναξη για έρανο προς τιμήν των θεών», ενώ έπειτα απέκτησε κατ’ επέκταση και την έννοια «απατεώνας», επειδή στο λειτούργημα αυτό σημειώνονταν συχνά παρεκτροπές προς τη μαγγανεία.
άγω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σημαίνει «φέρνω, οδηγώ».
~ Από το ρήμα αυτό παράγονται οι αρχαίες λέξεις α) αγωγή, που σημαίνει «μεταφορά, προσαγωγή» αλλά και «ανατροφή, συμπεριφορά» και β) αγωγός, που σήμαινε «οδηγός» ενώ σήμερα έχει την έννοια «μέσο μεταφοράς ρευστού ή ενέργειας».
~ Από τη λέξη αγωγός παράγεται και η λέξη αγώγιον (= φορτίο), από την οποία προέρχεται η μεσαιωνική λέξη το αγώγιν, που παρήγαγε την ίδια εποχή τη λέξη αγωγιάτης, που σημαίνει «μεταφορέας πραγμάτων με ζώο ή άμαξα».
~ Επίσης, από το ρήμα άγω παράγεται η αρχαία λέξη ο αγών, αιτιατική αγώνα, που σήμαινε αρχικά «συγκέντρωση ανθρώπων», αλλά σύντομα έλαβε κατ’ επέκταση και την έννοια «συνάθροιση για τη διεξαγωγή αθλημάτων» καθώς και την έννοια «άμιλλα μεταξύ των αθλητών».
~ Επιπλέον, παράγωγο της λέξης αγών είναι και η αρχαία λέξη αγωνία, που σήμαινε αρχικά «έντονος αθλητικός συναγωνισμός», αλλά γρήγορα έλαβε κατ’ επέκταση και την έννοια «ανησυχία, ταραχή, άγχος σε αθλητικούς αγώνες».
άδεια: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «αφοβία» και κατ’ επέκταση «ελευθερία», και είναι παράγωγο του επιθέτου αδεής (= άφοβος), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + το δέος (= φόβος).
αδελφός: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σημαίνει ουσιαστικά «ομομήτριος», επειδή προήλθε από τη λέξη αδελφεός, σύνθετη από τις λέξεις α- αθροιστικό + *δέλφος, που προέρχεται από τη λέξη η δελφύς (= μήτρα).
αθίγγανος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, που σημαίνει «άθικτος», σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις α- στερητικό + θιγγάνω (= αγγίζω). Αθίγγανοι ονομάστηκαν στη βυζαντινή εποχή οι αιρετικοί Μελχισεδεκίτες, με τους οποίους συνδέθηκε λανθασμένα η φυλή των Rom, όπως αυτοαποκαλούνται οι Γύφτοι (βλ.λ.) ή Τσιγγάνοι (από τη λέξη Ατσίγγανοι και αυτή από τη λέξη Αθίγγανοι).
αθλητής: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από τη λέξη άθλος.
~ Από τη λέξη άθλος, επίσης, παράγεται και το επίθετο άθλιος, που σήμαινε αρχικά «ο αγωνιζόμενος για το έπαθλο», αλλά σύντομα απέκτησε και τη έννοια «αυτός που προκαλεί τη συμπάθεια ή τη λύπηση για την προσπάθεια που καταβάλλει στα αθλήματα», αλλά και «ταλαίπωρος, δυστυχής, ελεεινός».
αιγίδα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η αιγίς, αιτιατική αιγίδα, που σήμαινε αρχικά «η ασπίδα του Δία» (πιθανόν, ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα κατσίκας, δηλαδή με προέλευση από τη λέξη η αιξ, γενική της αιγός, που σημαίνει «γίδα, κατσίκα»), ενώ έπειτα απέκτησε κατ’ επέκταση την έννοια «σύμβολο δύναμης», όπως νοείται στη φράση «υπό την αιγίδα» (= υπό την προστασία).
αιθάλη: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σημαίνει «φλόγα με καπνό, καπνιά», προέρχεται από το ρήμα αίθω (= καίω).
~ Από το ρήμα αίθω παράγεται και η αρχαία λέξη αίθουσα, που προήλθε από τη φράση αίθουσα (στοά), δηλαδή «καπνισμένη (στοά)», η στοά της αυλής όπου άναβαν τη φωτιά, για να καταλήξει πλέον σήμερα να σημαίνει «το μεγάλο εσωτερικό δωμάτιο».
~ Από το ίδιο ρήμα, επίσης, παράγεται και η αρχαία λέξη ο αιθήρ, αιτιατική τον αιθέρα, που σήμαινε «το ανώτατο στρώμα του αέρα, ο ουρανός, το στερέωμα» και από αυτήν προήλθε το αρχαίο επίθετο αιθέριος.
~ Επιπλέον, παράγωγο του ίδιου ρήματος είναι και το αρχαίο επίθετο αίθριος (= φωτεινός, ανέφελος), από το οποίο παράγονται α) η αρχαία λέξη αιθρία (= καλοκαιρία, ξαστεριά), αλλά και β) η ελληνιστική λέξη το αίθριον (= ασκεπής εσωτερική αυλή).
Ακαδημία: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, δηλώνει το «ανώτατο πνευματικό ίδρυμα» και προέρχεται από τη γαλλική λέξη académie, που προήλθε από την ιταλική accademia και αυτή από τη λατινική Academia. Η τελευταία προέρχεται από την αρχαία ονομασία Ακαδημία, ιερό άλσος της Αττικής (όπου αργότερα ιδρύθηκε η Ακαδήμεια, η σχολή του φιλοσόφου Πλάτωνα), η οποία προήλθε από το όνομα Ακάδημος, ήρωας της Αττικής.
ακαριαίος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προήλθε από το επίθετο ακαρής, το οποίο σημαίνει «αυτός που δε γίνεται να κουρευτεί περισσότερο» και κατ’ επέκταση «ο μικροσκοπικός», σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + κείρω (= κουρεύω).
ακορντεόν: προέρχεται από τη γαλλική λέξη accordéon και αυτή από τη γερμανική Akkordion, ονομασία που δόθηκε στο όργανο αυτό από τον κατασκευαστή C. Demian το 1829 και προέρχεται πιθανόν από τις λατινικές λέξεις ad (= προς) + corda (από την αρχαία λέξη χορδή).
ακουαρέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη acquarella (= νερομπογιά), που προήλθε από το λατινικό επίθετο aquarius (= υδάτινος), παράγωγο της λέξης aqua (= νερό).
αλαμπουρνέζικα: πρόκειται για νεοελληνικό επίρρημα, που προέρχεται πιθανόν είτε α) από τη φράση αλά Μπουρνούζικα (= στη γλώσσα της φυλής Μπουρνού του Σουδάν) είτε β) από τη λέξη λιβορνέζικα (= πράγματα θαυμαστά από το Λιβόρνο Ιταλίας) είτε γ) από την ιταλική φράση alla burlesca ή alla burla (= στα αστεία).
άλγεβρα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη algebra, που προήλθε από την αραβική al-djabr (= η συμπλήρωση, η σμίκρυνση), λέξη που περιέχεται στον τίτλο βιβλίου ενός Άραβα μαθηματικού του 9ου αι. μ.Χ.
αλγόριθμος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά algorithm, γαλλικά algorithm(e), με την επίδραση της αρχαίας λέξης αριθμός), που ανάγεται στη μεσαιωνική λατινική λέξη algorismus. Αυτή προήλθε από το όνομα al-Khowārizmi ή al-Kharezmi, Άραβα μαθηματικού του 9ου αι. μ.Χ.
αλέτρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αλέτριν μέσω των διαδοχικών λέξεων αρέτρι, αρότρι και *αρότριον, που προέκυψαν από την αρχαία λέξη άροτρον, παράγωγο του ρήματος αρώ (= οργώνω).
αλκοόλ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη alcool, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική alcohol, η οποία ανάγεται στην αραβική λέξη al kuh(u)l, ουσία βαφής των βλεφάρων.
αλκυονίδες (ημέρες): φράση που προέρχεται από την αρχαία λέξη η αλκυονίς, γενική της αλκυονίδος, παράγωγο της λέξης η αλκυών, γενική της αλκυόνος (το πτηνό ψαροπούλι ή ψαροφάγος). Σύμφωνα με αρχαίο μύθο, οι ημέρες αυτές σχετίζονται με την Αλκυόνη, κόρη του θεού Αιόλου, η οποία μεταμορφώθηκε σε πτηνό από το θεό Δία, ο οποίος όρισε μέσα στο χειμώνα 14 ημέρες καλοκαιρίας με σκοπό την απρόσκοπτη επώαση των αβγών της.
άλμπουμ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λατινική λέξη album, ουδέτερο του επιθέτου albus (= λευκός). Αρχικά η λέξη σήμαινε «λευκή επιφάνεια τοίχου ή πίνακα για ανακοινώσεις», έπειτα απέκτησε και την έννοια «λευκές σελίδες θρησκευτικών βιβλίων για σημειώσεις οικογενειακών γεγονότων», ενώ σήμερα έχει πλέον τη σημασία «αναμνηστική συλλογή (κυρίως φωτογραφιών), λεύκωμα».
άλογο: προέρχεται από την ελληνιστική φράση άλογον (ζώον), όπου το αρχαίο επίθετο άλογος (= αυτός που δεν έχει λογικό, σκέψη) είναι σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + λόγος (= λογικό). Με τον όρο αυτό γινόταν αρχικά στο στρατό η διάκριση των ζώων από τους στρατιώτες, αλλά κατόπιν η έννοιά του περιορίστηκε στη σημασία του «ίππου», ο οποίος ήταν το πιο συνηθισμένο στρατιωτικό ζώο.
άλφα: η ονομασία και το σχήμα του αρχαίου γράμματος άλφα προέρχεται από το σημιτικό aleph (= βόδι), όπου η αρχικά ανεστραμμένη γραφή του Α απεικόνιζε σχηματικά το κεφάλι με τα κέρατα αυτού του ζώου.
~ Παράγωγο της λέξης αυτής αποτελεί α) η ελληνιστική λέξη η αλφάβητος (σύνθετη από τα γράμματα άλφα + βήτα) αλλά και β) η μεσαιωνική λέξη αλφάδιον, που σήμαινε αρχικά «εργαλείο κτιστών σε σχήμα Α».
αλχημεία: προέρχεται από τη γαλλική λέξη alchimie, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική alchemia ή alchimia. Αυτή ανάγεται στην αραβική al-kimiya (= η «φιλοσοφική λίθος»), η οποία προήλθε από την ελληνιστική λέξη χημ(ε)ία (βλ.λ.)
αμαζόνα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η Αμαζών, αιτιατική Αμαζόνα, γυναίκα μυθικού φιλοπόλεμου γυναικείου έθνους, που ανάγεται πιθανόν στην περσική λέξη *hamazan (= πολεμιστές), όνομα περσικής φυλής. (Παρετυμολογική, όμως, είναι η άποψη πως η λέξη αυτή είναι σύνθετη από το α- στερητικό + μαζός (= μαστός), ότι δηλαδή οι γυναίκες αυτές ονομάστηκαν έτσι επειδή αφαιρούσαν το δεξιό τους μαστό για να έχουν ευκολία στην τόξευση).
~ Η λέξη αυτή συνδέεται και με την ονομασία που έδωσε ο Ισπανός εξερευνητής F. de Orellana στον ποταμό Αμαζόνιο (στα ισπανικά Amazonas) το 1541, επειδή του επιτέθηκαν εκεί ακόμα και οι γυναίκες μιας ντόπιας φυλής.
αμάλγαμα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη amalgame, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική amalgama, η οποία ανάγεται στη λατινική malagma (= μαλακωμένο κατάπλασμα). Η τελευταία προέρχεται είτε α) από την ελληνιστική λέξη μάλαγμα, παράγωγο του αρχαίου ρήματος μαλάσσω είτε β) από την αραβική al magma, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη το μάγμα.
αμανές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο και προέρχεται από την τουρκική λέξη emane.
«τραβάω ψηλά τον αμανέ» φράση που σημαίνει «έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου» και οφείλεται στο γεγονός ότι το τραγούδι αυτό απαιτεί μεγάλη φωνητική ικανότητα προς τις υψηλές μουσικές κλίμακες.
άμαξα: πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη από τις λέξεις άμα (= συγχρόνως) + ο άξων, γενική του άξονος, που σημαίνει «όχημα επάνω σε άξονα τροχών».
«τα εξ αμάξης»: φράση που σημαίνει «βρισιές» και προέρχεται από το γεγονός ότι οι αρχαίες Αθηναίες, όταν επέστρεφαν από τα Ελευσίνια μυστήρια επάνω σε άμαξες, συνήθιζαν να κάνουν πειράγματα και δηκτικά σχόλια στους περαστικούς (βλ. και λ. γεφυρίζω).
αμμωνία: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη ammonia, η οποία πλάστηκε το 1872 από τη φράση ammoniac (sal) που σημαίνει «αμμωνιακό (άλας)», όπου το επίθετο είναι παράγωγο της λατινικής λέξης ammoniacum. Αυτή προέρχεται από την αρχαία φράση αμμωνιακόν (κόμμι ή άλας), ουσία που προερχόταν από τη λιβυκή περιοχή Αμμωνία, η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή βρισκόταν κοντά στο ναό που λατρευόταν ο αιγυπτιακός θεός Άμμων (Ρα).
αμοιβάδα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την νεολατινική λέξη amoeba, που προήλθε από την αρχαία λέξη η αμοιβάς, αιτιατική αμοιβάδα, η οποία προέρχεται από τη λέξη αμοιβή (= ανταλλαγή), παράγωγο του ρήματος αμείβω. Η ονομασία αυτή δόθηκε στο μικροοργανισμό αυτό, επειδή εναλλάσσει προσωρινά μορφές κατά την κίνησή του.
άμπακος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη abbaco (= βιβλίο αριθμητικής), που προήλθε από τη λατινική abacus και αυτή από την αρχαία λέξη ο άβαξ, γενική του άβακος (= πίνακας).
«τρώω τον άμπακο»: φράση που σημαίνει «τρώω υπερβολικά», με την έννοια «σε μεγάλη ποσότητα», σαν την ποσότητα άμμου με την οποία παλαιότερα εκάλυπταν τη σχολική πλάκα γραφής.
αμπάριζα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο και προέρχεται από την αλβανική λέξη ambarezë.
«παίρνω αμπάριζα»: φράση που σημαίνει «παρασύρω με ορμή», όπως συμβαίνει με το παιδικό αυτό παιχνίδι που έχει ως στόχο την καταδίωξη και σύλληψη κάποιου παίκτη από την αντίπαλη ομάδα.
αμφιτρύωνας: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, σημαίνει «ο οικοδεσπότης που οργανώνει πλούσιο γεύμα ή δεξίωση» και προέρχεται από τη γαλλική λέξη Amphitryon, ήρωας ομώνυμης κωμωδίας του Γάλλου συγγραφέα Μολιέρου, ο οποίος αρέσκεται στο να παραθέτει πλούσια γεύματα (από το αρχαίο όνομα Αμφιτρύων, σύνθετο από τις λέξεις αμφί + τρύω = καταστρέφω).
ανέκδοτο: προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ανέκδοτος (= αυτός που δεν έχει εκδοθεί), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + εκδίδωμι, ρήμα σύνθετο από τις λέξεις εκ + δίδωμι (= δίνω). Η σημερινή σημασία «σύντομη αστεία διήγηση» προέρχεται από το έργο «Ανέκδοτα» του ιστορικού Προκοπίου (6ος αι. μ.Χ.).
άνοστος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «αυτός που δεν έχει επιστροφή», ενώ έπειτα «άγευστος», σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + νόστος, που σημαίνει «επιστροφή στην πατρίδα» και είναι παράγωγο του ρήματος νέομαι (= επιστρέφω). Η αλλαγή αυτή στη σημασία του επιθέτου οφείλεται στην επίδραση που προκάλεσε η σημασιολογική εξέλιξη του αντίθετου αρχαίου επιθέτου νόστιμος (= ο σχετικός με την επιστροφή), που σύντομα κατέληξε να σημαίνει «ευχάριστος» αλλά και «εύγευστος».
απαρέμφατο: προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο απαρέμφατος, σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + παρεμφαίνω (ρήμα σύνθετο από το παρά + εμφαίνω και αυτό από το εν + φαίνω = φαίνομαι). Η ονομασία απαρέμφατο προέρχεται από την παρατήρηση ότι αυτός ο ο ρηματικός τύπος δεν «παρεμφαίνει», δε φανερώνει, πρόσωπο ή αριθμό του ρήματος, όπως συμβαίνει με τις ονοματικές εγκλίσεις του ρήματος, π.χ. την ονομαστική.
αποδιοπομπαίος: προέρχεται από συμφυρμό (ανάμειξη) των λέξεων αποπομπαίος + αποδιοπομπούμαι. 1) η πρώτη λέξη προέρχεται από την ελληνιστική φράση αποπομπαίος (τράγος) και προέρχεται από το αρχαίο ρήμα αποπέμπω, σύνθετο από τις λέξεις από + πέμπω (= στέλνω). Η φράση αυτή αποτελεί στην Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρισμό του τράγου στον οποίο έπεφτε ο κλήρος να αφεθεί ελεύθερος και να μεταφέρει επάνω του το βάρος των αμαρτιών του εβραϊκού λαού. 2) το αρχαίο ρήμα αποδιοπομπούμαι (= αποτρέπω το κακό) προέρχεται από τη φράση «αποπέμπομαι το Δίον κώδιον» (= διώχνω μακριά την ιερή προβειά, κάνω κάθαρση).
αποφράδα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η αποφράς, αιταιτική αποφράδα (= αυτή που πρέπει να αποσιωπάται), σύνθετη από τις λέξεις από + φράζω (= μιλώ, πβ. φράσις).
«αποφράδα ημέρα»: φράση που σημαίνει «καταραμένη ή δυσοίωνη ημέρα», όπως η Τρίτη ή η 29η Μαΐου, που αποτελεί ημέρα και ημερομηνία άλωσης της Κων/πολης από τους Τούρκους το 1453.
αρεοπαγίτης: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από την ονομασία Άρειος πάγος (= λόφος του Άρη) και περιέχει τις λέξεις άρειος (= ο σχετικός με το θεό Άρη) και πάγος (= βράχος, λόφος). Η ονομασία αυτή δήλωνε την τοποθεσία στην Αθήνα, όπου σύμφωνα με το μύθο οι θεοί δίκασαν το θεό Άρη, επειδή σκότωσε τον Αλιρρόθιο, γιο του θεού Ποσειδώνα.
άρια: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη aria, που σήμαινε αρχικά «αέρας», ενώ έπειτα «τραγούδι, μελωδία» (με την επίδραση της γαλλικής λέξης aire = σκοπός). Προέρχεται από το λατινικό επίθετο aerius (= αέριος), το οποίο ανάγεται στην αρχαία λέξη ο αήρ, γενική του αέρος.
αριστερός: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «ο καλύτερος», ενώ έπειτα «ο μη δεξιός, αλλά και ο δυσοίωνος». Προέρχεται από τον υπερθετικό βαθμό άριστος του συγκριτικού επιθέτου αρείων (= καλύτερος). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή (ευφημισμός) της λέξης αριστερός οφείλεται στην αρχαία μαντική τέχνη της οιωνοσκοπίας, σύμφωνα με την οποία η δεξιά μεριά ήταν ευοίωνη ενώ η αντίθετή της δυσοίωνη (βλ.λ. σκαιός).
Επιπλέον, η σημερινή πολιτική έννοια «οπαδός της προοδευτικής παράταξης, της Αριστεράς» προέρχεται από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789, όταν στην αίθουσα συνεδριάσεων της συνέλευσης οι ριζοσπάστες κατέλαβαν την αριστερή θέση σε σχέση με τους συντηρητικούς, τους ευγενείς, που κατέλαβαν τη δεξιά πλευρά και τους μετριοπαθείς που κατέλαβαν το κέντρο.
άρτζι μπούρτζι: (συνήθως στη φράση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς» = πλήρης σύγχυση, ακαταστασία) προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αρτζιβούριον, που προήλθε από την αρμενική λέξη arats-havóth (= αγγελιοφόρος). Αρτζιβούριον ονομαζόταν μια εβδομάδα αυστηρής νηστείας των Αρμενίων, για την οποία οι Βυζαντινοί συγγραφείς, επειδή την εχθρεύονταν, επινόησαν πολλές αιτίες ερμηνείας της, ώστε τελικά να περιέλθουν και οι ίδιοι σε σύγχυση για το ποια από αυτές ήταν η αληθινή.
άρτος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται πιθανόν από την (αμάρτυρη) λέξη *αρτός, παράγωγο του ρήματος αραρίσκω (= παρασκευάζω, συνδέω).
«άρτον και θεάματα»: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της λατινικής φράσης «panem et circenses», η οποία περιέχει τα δύο βασικά στοιχεία της τακτικής των Ρωμαίων αρχόντων απέναντι στους άπορους πολίτες, δηλαδή τα δωρεάν συσσίτια και τις διασκεδάσεις, που είχαν ως απώτερο σκοπό την αποτροπή τους από επαναστατικές διαθέσεις.
ασήμι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ασήμι(ν) και αυτή από το ασήμιον, παράγωγο της ελληνιστικής λέξης άσημον, που σήμαινε «άργυρος». Η τελευταία προήλθε από την αρχαία φράση άσημος (άργυρος ή χρυσός), που είχε την σημασία «ο μη κομμένος σε νομίσματα, ασφράγιστος (άργυρος ή χρυσός)», όπου το επίθετο άσημος είναι σύνθετο από το α- στερητικό + σήμα (= σημάδι, έμβλημα).
άσπρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστικό επίθετο και προέρχεται από το λατινικό επίθετο asper, γενική aspris (= τραχύς). Η ονομασία αυτή δόθηκε αρχικά στα αργυρά νομίσματα που ήταν πρόσφατα κομμένα και έδιναν ακόμα την αίσθηση της ανάγλυφης, της ανώμαλης στην αφή επιφάνειας. Στη βυζαντινή εποχή, όμως, απέκτησε τη σημασία «λευκός» λόγω της λάμψης που αντανακλούν τα νομίσματα αυτά.
αστείος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από τη λέξη το άστυ, γενική του άστεως (= πόλη), πβ. αστικός. Το επίθετο αυτό που σήμαινε αρχικά «ο κάτοικος της πόλης, ο αστός», απέκτησε έπειτα την έννοια «πολιτισμένος, μορφωμένος» αλλά και «ευφυολόγος, πνευματώδης άνθρωπος». Η σημασιολογική αυτή αλλαγή του επιθέτου οφείλεται στη διαφορετική εντύπωση που προξενούσε σε έναν απλό χωρικό της υπαίθρου η συμπεριφορά ενός αστού.
αστραπή: προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *αστροπή, που προήλθε από τη λέξη αστεροπή, σύνθετη από τις λέξεις ο αστήρ, αιτιατική τον αστέρα + η *οψ, γενική της οπός (= όψη).
~ Επίσης, η λέξη αστροπελέκι προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αστροπελέκιν, που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *αστραπο-πελέκιν, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις αστραπή + ο πέλεκυς (= τσεκούρι).
άσφαλτος: πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη από τις λέξεις α- στερητικό + σφαλτός, επίθετο παράγωγο του ρήματος σφάλλω (= γκρεμίζω, καταρρίπτω). Η ονομασία αυτού του υλικού προήλθε ήδη στην αρχαιότητα λόγω της ευρείας χρήσης του στην ενίσχυση των τειχών.
άτλαντας: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Άτλας, αιτιατική Άτλαντα, μυθικός γίγαντας που τιμωρήθηκε από τον Δία να υποβαστάζει τον ουρανό. Η σημερινή σημασία της λέξης «γεωγραφικός χάρτης» οφείλεται στο γεγονός ότι ο Φλαμανδός γεωγράφος G. Mercator τοποθέτησε το 1594 μια απεικόνιση αυτού του γίγαντα στο εξώφυλλο της πρώτης του έκδοσης με συλλογή χαρτών.
άτομο: προέρχεται από την αρχαία λέξη άτομον, ουδέτερο του επιθέτου άτομος (= άτμητος), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + τομή (παράγωγο του ρήματος τέμνω = κόβω). Η σημασία «απειροελάχιστο σωματίδιο της ύλης» οφείλεται ήδη στον αρχαίο φιλόσοφο Δημόκριτο, ο οποίος ανέπτυξε την «ατομική θεωρία» στην αναζήτηση της πρώτης αιτίας γένεσης του σύμπαντος. Επίσης, η σημερινή έννοια «πρόσωπο, άνθρωπος» αποτελεί απόδοση στα ελληνικά των γαλλικών λέξεων individu, personne.
ατσάλι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ατσάλιν, που προήλθε από τη βενετική azzal και αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική φράση aciarium (ferrum), που σημαίνει «αιχμηρό (σίδερο)» και ανάγεται στη λατινική λέξη acies (= αιχμή).
αφουγκράζομαι: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα αφ(ου)κράζομαι, που προέκυψε μέσω των διαδοχικών λέξεων αφουκρούμαι, εφακρούμαι και *επακρώμαι. Η τελευταία προήλθε από το αρχαίο ρήμα επακροώμαι, σύνθετο από τις λέξεις επί + ακροώμαι, ρήμα σύνθετο από τις λέξεις άκρον + τό ους, γενική του ωτός (= αφτί).
αφτί, αυτί: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη αφτίον, που προήλθε από τη φράση τ’ αφτί, πληθυντικός τ’ αφτιά, μέσω των διαδοχικών λέξεων τ’ αφτία και ταουτία, που προέκυψαν από την φράση τα ωτία, πληθυντικός της αρχαίας λέξης τό ους, γενική του ωτός (= το όργανο ακοής).