Φ

φαλκιδεύω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο φαλκίδιος, που προήλθε από τη λατινική φράση (lex) Falcidia, η οποία σημαίνει «Φαλκίδιος (νόμος)». Αυτή προέκυψε από το όνομα Falcidius, Ρωμαίος δήμαρχος, ο οποίος θέσπισε με ιδιαίτερο τρόπο νόμο σχετικό με την κληρονομιά.
φανατικός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το λατινικό επίθετο fanaticus (= θεόληπτος, θεομανής), που παράγεται από τη λέξη fanum (= ναός). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή Fanatici ονομάζονταν οι ιερείς της θεάς Ίσιδας και της θεάς Κυβέλης, οι οποίοι έπεφταν σε έκσταση και προκαλούσαν πληγές στο σώμα τους.
φανέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη fanela, αυτή από την ιταλική flanella και αυτή από την αγγλική λέξη flannel. Η τελευταία προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική flaunneol, παράγωγο της λέξης flanyn (είδος υφάσματος), που ανάγεται στην ουαλική gwlan(en) (= μαλλί).
φαντάρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη φανταρία, που προήλθε από τη βενετική fantaria και αυτή από την ιταλική λέξη fanteria. Η τελευταία προήλθε από την ισπανική infanteria (= φρουρά των ανήλικων πριγκίπων), που ανάγεται στη λατινική λέξη infans, γενική infantis (= παιδί).
φάρος: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προήλθε από το αρχαίο όνομα η Φάρος, νησί στον κόλπο της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, επάνω στο οποίο βρισκόταν ο γνωστός φάρος, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
φάρσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη farsa, που προήλθε από τη γαλλική farce (= κωμικό επεισόδιο), παράγωγο του ρήματος farcir (= παραγεμίζω), το οποίο ανάγεται στο λατινικό ρήμα farcio, που είχε την ίδια σημασία.
φαρσί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το τουρκικό επίρρημα farsi, που σημαίνει «στα περσικά», επειδή στην τουρκική γλώσσα υπάρχουν πολλά γλωσσικά δάνεια τα οποία έχουν περσική προέλευση.
φασισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη fascismo, παράγωγο της λέξης fascia (= δέσμη), που προήλθε από τη λατινική fascis (= δέσμη). Η λέξη αυτή δήλωνε ένα σύμβολο εξουσίας, αποτελούμενο από δέσμη ράβδων μαζί με ένα τσεκούρι, που κρατούσαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι ραβδούχοι μπροστά από τους άρχοντες. Το σύμβολο αυτό υιοθετήθηκε το 1919 ως έμβλημα του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία.
φεστιβάλ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη festival, η οποία προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική φράση festivalis (dies), που σημαίνει «εορταστική (ημέρα)». Το επίθετο festivalis παράγεται από το λατινικό επίθετο festivus (= χαριτωμένος) και αυτό από το επίθετο festus (= εορταστικός).
φλουρί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη φλουρίν, αυτή από τη λέξη φλωρίον και αυτή από το μεταγενέστερο λατινικό επίθετο florinus. Αυτό προήλθε από το λατινικό ρήμα floreo (= ανθίζω), παράγωγο της λέξης flos, γενική floris (= άνθος). Το φλορίνι ή φιορίνι ήταν νόμισμα που είχε χαραγμένο ένα άνθος επάνω του και ανήκε στην ιταλική πόλη Florentia (= Φλωρεντία), της οποίας το όνομα προήλθε από τη μετοχή florens του ρήματος floreo.
φουντούκι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη findik, η οποία προήλθε από την ελληνιστική φράση ποντικόν (κάρυον), που σημαίνει «ποντιακό (καρύδι)». Το αρχαίο επίθετο ποντικός (= πόντιος) προέρχεται από τη φράση (Εύξεινος) Πόντος, όπου πόντος (= θάλασσα).
φουρτούνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη λέξη φορτούνα, που προήλθε από την ιταλική fortuna, η οποία ανάγεται στη λατινική λέξη fortuna (= τύχη).
φουστανέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λέξη φουστάνι και αυτή από τη μεσαιωνική φουστάνιν, που προήλθε από την ιταλική fustagno. Αυτή προέκυψε από τη μεταγενέστερη λατινική fustaneum (είδος τσόχινου υφάσματος), παράγωγο της λατινικής λέξη fustis (= σκυτάλη, ξύλο).
~ Από τη λέξη fustis παράγεται, επίσης, μέσω της ιταλικής fusta και η λέξη φούστα.
φράγκο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη franco, αυτή από τη γαλλική franc και αυτή από τη μεσαιωνική λατινική φράση «Francorum (rex)», που σημαίνει «(βασιλιάς) των Φράγκων» και αποτελούσε επιγραφή σε νομίσματα. Η λέξη Francorum είναι η γενική πληθυντικού του λατινικού ονόματος Francus (= Φράγκος), το οποίο ανάγεται στο αρχαίο γερμανικό όνομα Frank.
φρόκαλο: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα φροκαλώ (= σκουπίζω), που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *φλοκαλώ. Αυτή προέκυψε από το αρχαίο ρήμα φιλοκαλώ (= διακοσμώ), παράγωγο του επιθέτου φιλόκαλος, σύνθετο από τις λέξεις φίλος + καλός.
φρούτο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη frutto, που ανάγεται στη λατινική λέξη fructus (= καρπός), παράγωγο του ρήματος fruor (= καρπώνομαι, απολαμβάνω).
φτιάχνω: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα φτειάνω, αυτό από το φθειάνω, που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *φθειάζω και αυτή από το ρήμα ευθειάζω (= ισιώνω, διορθώνω), παράγωγο του αρχαίου επιθέτου ευθύς.
φτουρώ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το λατινικό ρήμα obduro, που σημαίνει «είμαι σκληρός, υπομένω» (με την επίδραση του ρήματος φτάνω) και είναι σύνθετο από τις λέξεις ob (= δια) + duro (= σκληραίνω), ρήμα παράγωγο του επιθέτου durus (= σκληρός).
φυλλάδα: πράκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την αρχαία λέξη η φυλλάς, αιτιατική φυλλάδα (= φύλλωμα), παράγωγο της λέξης φύλλον. Η αρχαία σημασία της λέξης ήταν «φύλλωμα, ραμμένα φύλλα», η μεσαιωνική είχε την ειδική έννοια «το κλαδί ροδοδάφνης γύρω από το οποίο τύλιγαν οι μαθητές τα χαρτιά τους», ενώ η σημερινή έχει πλέον την έννοια «φθηνό βιβλίο, εφημερίδα χαμηλής ποιότητας».