Σχετικά
με το πολύ λεπτό και σημαντικό θέμα, της
προέλευσης της ελληνικής γλώσσας,
ανατρέξαμε στο διαδίκτυο, για να
σταχυολογήσουμε με πολύ κόπο διάφορες
σκόρπιες δημοσιεύσεις αλλά και περιλήψεις
από σχετικά βιβλία, ώστε να μπορέσουμε
να καταλάβουμε πού, τέλος πάντων,
καταλήγουν οι διεθνείς, καθώς και οι
ελληνικές, έρευνες των τελευταίων
δεκαετιών στο ζήτημα αυτό. Τις τελευταίες
δύο δεκαετίες έχει γίνει αρκετή επιπλέον
έρευνα επάνω σε διάφορα μακροχρόνια
γλωσσολογικά ζητήματα, και μάλιστα
γίνεται πλέον συνδυασμός της επιστήμης
της γλωσσολογίας όχι
μόνον με την αρχαιολογία αλλά
και με την γενετική,
με απώτερο σκοπό να εξιχνιαστεί όσο το
δυνατόν περισσότερο στο παρελθόν η
αρχική πορεία και η εξέλιξη των γλωσσών
στην υφήλιο.
Δεν
υποστηρίζουμε, προσωπικά, κάποια από
τις έρευνες αυτές, γιατί δεν τις
καταλαβαίνουμε στο βάθος που απαιτούν,
ούτε εκφράζουμε προσωπικές γνώμες
γι΄αυτές, απλώς τις καταγράψαμε και σας
τις παρουσιάζουμε. Τι στοιχεία, λοιπόν,
υπάρχουν ως τώρα για την παλαιότερη
εποχή της ελληνικής γλώσσας και την
σύνδεσή της με τις
υπόλοιπες Ινδο-Ευρωπαϊκές (Ι.Ε.) γλώσσες;
Το χρυσόμαλλο δέρας ..στην Κολχίδα, η Ιφιγένεια εν Ταύροις ..στην Ταυρίδα, ο Προμηθέας δεσμώτης ..στον Καύκασο, ο Πέλοπας από την ..Φρυγία (ή την Λυδία) της Μ. Ασίας [εξ ου και Πελοπόννησος] και άλλοι σχετικοί μύθοι απηχούν κάτι από το απώτερο παρελθόν των Ελλήνων;
Α.7
Η ομιλούμενη σήμερα Νεοελληνική γλώσσα εντάσσεται χρονικά στους τελευταίους αιώνες έως σήμερα και τυπικά ξεκινά από τον 18ο αι.
Α.6
Πριν από αυτήν έχουμε την Μεσαιωνική ή Βυζαντινή γλώσσα, η οποία ξεκινά κατά τον 4ο αι. μ.Χ. (330 μ.Χ., ίδρυση Κων/πολης) ή τον 6ο αι. μ.Χ. (527-565 μ.Χ., εποχή Ιουστινιανού Α').
Α.5
Προηγουμένως υπήρξε η Μεταγενέστερη ή Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή ή Κοινή γλώσσα, η οποία τυπικά ξεκινά κατά τον 3ο αι. π.Χ.
Α.4
Και τέλος, πριν από αυτήν έχουμε την Αρχαία Ελληνική γλώσσα, η οποία ξεκινά από το 1400 π.Χ. (ύστερη μυκηναϊκή εποχή) και φθάνει έως τον 4ο αι. π.Χ. (323 π.Χ., θάνατος Μ. Αλεξάνδρου) και διακρίνεται στις διάφορες διαλέκτους της (δωρική, ιωνική, αιολική κλπ.).
Η διαμόρφωση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων οριστικοποιείται στον ελλαδικό χώρο γύρω στο 600 π.Χ.
Η δωρική κάθοδος των Ηρακλειδών συμβαίνει γύρω στο 1100 π.Χ. από τα Β.Δ. του ελλαδικού χώρου μέσω της οροσειράς της Πίνδου προς το νότιο άκρο του και κατακλύζει τον μυκηναϊκό κόσμο, που έχει αποδυναμωθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο γύρω στο 1180 π.Χ.
Με τις κινήσεις των ελληνικών φύλων που σημειώνονται κατά την διάρκεια του 12ου αι. π.Χ. και την εγκατάστασή τους στον ελλαδικό χώρο διαμορφώνονται τα μόνιμα πλέον χαρακτηριστικά τους. Ο γεωγραφικός παράγοντας έπαιζε πρωταρχικό ρόλο σε αυτές τις μετακινήσεις, οι οποίες έχουν γενικώς μια κίνηση από τα βόρεια προς τα νότια:
α) οι Δωριείς, το τελευταίο ελληνικό φύλο που μετακινείται μαζικά, από την Πίνδο όπου ζούσαν, μετακινήθηκαν προς τον νότο και εγκαταστάθηκαν σε ένα τμήμα της Στερεάς Ελλάδας και στην Πελοπόννησο, ενώ στην συνέχεια προωθήθηκαν σε μερικές από τις Κυκλάδες (Μήλο, Θήρα) και αργότερα στην Κρήτη,
β) οι Θεσσαλοί, που αρχικά ζούσαν και αυτοί στην περιοχή της Πίνδου, εγκαταστάθηκαν στην σημερινή Θεσσαλία, εξαναγκάζοντας τους παλαιούς κατοίκους της να μετακινηθούν,
γ) οι Βοιωτοί και οι Αιολείς, που ήταν οι πρώην κάτοικοι της Θεσσαλίας, εξαναγκάζονται οι πρώτοι να μετακινηθούν προς την σημερινή Βοιωτία [όπου οι Μινύες είχαν ως έδρα τους τον Ορχομενό], ενώ οι δεύτεροι να μεταναστεύσουν στην Λέσβο, στην Τένεδο και στην Μ. Ασία, και
δ) οι Ίωνες, που ζούσαν στην βόρεια Πελοπόννησο, καταφεύγουν στην Αττική, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες.
Α.3
Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, όμως, προήλθε από μια πρώιμη Ελληνική γλώσσα, η οποία προέκυψε γύρω στο 2000 π.Χ. και από αυτήν κατά την περίοδο 2000 - 1400 π.Χ. δημιουργούνται στον ελλαδικό χώρο δύο βασικοί κλάδοι, πρόδρομοι των διαλέκτων:
α) ο βόρειος κλάδος (πρόδρομος της Δωρικής, Β.Δ. Ελληνικής και Αιολικής), ο οποίος μιλιόταν στις Β.Δ. παρυφές του μυκηναϊκού κόσμου και
β) ο νότιος ή μυκηναϊκός κλάδος (πρόδρομος της Αττικο-Ιωνικής και της Αρκαδο-Κυπριακής), ο οποίος μιλιόταν στον κυρίως μυκηναϊκό κόσμο της Βοιωτίας, της Αττικής και της Πελοποννήσου (μας είναι γνωστός από τις πήλινες πινακίδες με την Γραμμική Β).
Οι δύο αυτοί κλάδοι της αρχαίας Ελληνικής προήλθανμετά και από την αλληλεπίδραση με τις μη Ι.Ε. γλώσσες που πρωτοσυνάντησε στον ελλαδικό χώρο.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στον μικρασιατικό, τοπωνύμια μη ελληνικής προέλευσης με καταλήξεις σε -νος/να, -νθος/νθα, -νδος/νδα, -σσος/ττος (π.χ. Μύκονος / Μύρινα, Κόρινθος / Τίρυνθα, Λίνδος / Καρύανδα, Αλικαρνασσός / Λυκαβηττός). Συνήθως αποκαλούνται “προελληνικά”, ενώ ήδη από τους αρχαίους συγγραφείς γνωρίζουμε για τους Πελασγούς, Λέλεγες και Κάρες (όπως και για τους σημιτικής γλώσσας Φοίνικες), που υπήρχαν πριν στην περιοχή. Τα τοπωνύμια αυτά γίνονται ολοένα και λιγότερα, όταν κινούμαστε προς τα βόρεια και τα δυτικά, ενώ εξαφανίζονται τελείως στην Ήπειρο, όπου υπάρχουν μόνον ελληνικά. Αυτό οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο Β.Δ. ελλαδικός χώρος ήταν η κατοικία των πρώτων Ελλήνων λίγο πριν διασκορπιστούν στην κυρίως ελλαδική χερσόνησο.
Α.2
Η
πρώιμη Ελληνική γλώσσα που αναπτύχθηκε
στον ελλαδικό χώρο, όμως, προήλθε από
μια πρωτο-Ελληνική γλώσσα,
που διαμορφώθηκε στα Βαλκάνια γύρω
στο 2500
- 2000 π.Χ.,
περιοχή στην οποία υπήρχαν ουσιαστικά
οι εξής τρεις ομάδες γλωσσών
(και όχι αμιγείς γλώσσες):
α)
ο Ελληνο-Φρυγικός κλάδος,
μέσα στον οποίο οι ομιλητές της
πρωτο-Ελληνικής γλώσσας συγγένευαν
γλωσσικά με τους γείτονές τους, τους
ομιλητές της πρωτο-Φρυγικής γλώσσας,
που κατοικούσαν στα Β.Α. τους (δεν υπήρχε,
ακόμα, αμιγώς ούτε ελληνική ούτε φρυγική
γλώσσα), απ' όπου αρκετά αργότερα
οι Φρύγες μετανάστευσαν στην Μ. Ασία
(γνωστοί και από τον βασιλιά τους, τον
Μίδα, που ο μύθος έλεγε πως ό,τι ακουμπούσε
γινόταν χρυσός).
β)
ο Ινδο-Ιρανικός κλάδος,
γειτονικός με τον Ελληνο-Φρυγικό κλάδο
ανατολικότερα, καθώς και
γ)
ο Αρμενικός κλάδος.
Α.1
Προηγουμένως,
όμως, οι τρεις αυτοί κλάδοι συνυπήρχαν
ως μία ενότητα, κατά το διάστημα 3000
- 2500 π.Χ., μέσα σε
μία κοινή γλωσσική ομάδα, τον
λεγόμενο Ελληνο-Άριο κλάδο
(από τον οποίο και διασπάστηκαν γύρω
στο 2500 π.Χ.).
Εκείνη
την εποχή, επιπλέον, για τους προδρόμους
της πρωτο-Ελληνικής γλώσσας διαφαίνεται
ότι ανήκαν τελικά σε δύο ομαδοποιήσεις των
ύστερων Ι.Ε. γλωσσών (επειδή
αυτοί πρόλαβαν
να αναπτύξουν περαιτέρω κοινούς
νεωτερισμούς με
τους προδρόμους ορισμένων άλλων γλωσσών),
οι οποίες είναι:
α)
ο Ελληνο-Άριος κλάδος (Ελληνική,
Φρυγική, Αρμενική, Ινδο-Ιρανικός κλάδος),
στον οποίο οι πρόδρομοι αυτών των
γλωσσών ήταν γειτονικοί:
α1)
είτε στις Στέππες (στον πολιτισμό Yamnaya,
[στεππική θεωρία]),
α2)
είτε δυτικότερα
μεταξύ του κάτω
Δούναβη και
του ποταμού Δνείστερου [υπόθεση Renfrew],
γι'
αυτό και διαθέτουν ως κοινό νεωτερισμό
την ρηματική
χρονική αύξηση *e- (π.χ. λέγω - έλεγον) και
β)
ο Βαλκανικός κλάδος (Ελληνική,
Αρμενική, Αλβανική, Φρυγική, ίσως
και Θρακική),
στον οποίο οι πρόδρομοι αυτών των
γλωσσών εισήλθαν, έπειτα, σχεδόν
ταυτόχρονα στα Βαλκάνια,
γι'
αυτό και διαθέτουν, οι τρεις πρώτοι,
ως κοινούς νεωτερισμούς το αρνητικό
μόριο *mē (π.χ.
μή, μήτε) και τις ρηματικές καταλήξεις *-m-ai,
*-s-ai, *-t-oi κλπ.
(π.χ. λέγομαι, -σαι, -ται).
Έτσι,
ύστερα από την απόσχιση και αυτών των
δύο κλάδων, ο Ελληνο-Φρυγικός κλάδος,
όπως αναφέρθηκε, κατέρχεται στα Βαλκάνια
γύρω στο 2500 π.Χ., από τον οποίο και προήλθε
η πρωτο-Ελληνική γλώσσα γύρω
στο 2000 π.Χ.
----------------
Β.
Απόσχιση
γλωσσικών κλάδων για πρώτη φορά, όμως,
από την αρχική Ι.Ε. γλώσσα και στην
συνέχεια απομάκρυνση αυτών από την
περιοχή των στεππών συνέβη αρκετά πριν
το 3000 π.Χ. Ήταν η πρώτη
απόσχιση των εξής δύο
πρώιμων κλάδων της Ι.Ε. γλώσσας:
α)
ο Ανατολιακός κλάδος,
που αποσχίσθηκε πρώτος, πριν
το 3500 π.Χ. (θεωρείται
τόσο παλαιός, ώστε η λεγόμενη Ινδο-Χεττιτική
θεωρία να
εικάζει ότι σε σχέση με την πρωτο-Ι.Ε.
γλώσσα είναι αδελφή της μάλλον παρά η
παλαιότερη θυγατέρα της) και κατευθύνθηκε
νότια από τις Στέππες και προς την
περιοχή της Ανατολίας στην
σημερινή Τουρκία και
β) ο Τοχαρικός κλάδος,
που αποσχίστηκε δεύτερος αργότερα και
κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά της
Κασπίας.
----------------
----------------
Η πρωτο-Ι.Ε. γλώσσα,
όπως φάνηκε ανωτέρω, δεν παρέμεινε
σταθερή στο πέρασμα των αιώνων, γι' αυτό
και η εξέλιξή της συνολικά διακρίνεται
σε 3 χρονικές φάσεις:
α) Πρώιμη πρωτο-Ι.Ε.
, β) Μέση πρωτο-Ι.Ε.
, γ) Ύστερη πρωτο-Ι.Ε.
Η
κάθε θυγατρική πρωτο-Ι.Ε. γλώσσα
αποσχίσθηκε από την πρωτο-Ι.Ε. γλώσσα
σε διαφορετική εποχή και επομένως
διατήρησε διαφορετικά χαρακτηριστικά
της μητρικής γλώσσας.
Μια
βασική διαφορά μεταξύ της Πρώιμης πρωτο-Ι.Ε. (που
κληρονόμησε ο Ανατολιακός κλάδος) και
της Μέσης πρωτο-Ι.Ε. (που
προέκυψε μετά την απόσχιση του Ανατολιακού
κλάδου) είναι το λεξιλόγιο
της τροχοζωήλατης μεταφοράς:
το λεξιλόγιο αυτό μπορεί να αναδομηθεί
για την Μέση πρωτο-Ι.Ε.,
αλλά όμως απουσιάζει από τον Ανατολιακό
κλάδο σχεδόν εξ ολοκλήρου. Επειδή ο
τροχός και τα τροχοφόρα μέσα ανακαλύφθηκαν
λίγους αιώνες πριν ή μετά το 3500 π.Χ. και
απαντώνται από την Ευρώπη μέχρι και την
Μεσοποταμία, συμπεραίνουμε ότι:
α)
ο Ανατολιακός κλάδος είχε αποσχιστεί
ήδη πριν το 3500 π.Χ., ενώ
β)
η Μέση πρωτο-Ι.Ε. γλώσσα δεν είχε
ακόμη διασπαστεί το 3500 π.Χ.
Ο Ανατολιακός κλάδος
αποσχίσθηκε νωρίς, γι' αυτό και
φανερώνει χαρακτηριστικά της Πρώιμης πρωτο-Ι.Ε.,
π.χ. τα λαρυγγικά *h1, *h2, *h3 (*h2osth1 =
οστό > χεττιτικό hastāi,
ελληνικό οστούν,
λατινικό ossum),
το επίθημα *-ont-
για τις μετοχές (π.χ. ελληνικό έχων/έχοντος,
λατινικό habens/habentis)
κ.ά.
Από
την Ύστερη πρωτο-Ι.Ε. γλώσσα
κατάγονται οι πρόδρομοι των θυγατρικών Ι.Ε.
γλωσσών (Κελτική,
Γερμανική, Βαλτο-Σλαβική, Ιταλική, Ελληνική,
Αλβανική, Αρμενική, Ινδο-Ιρανική). Οι
γλώσσες αυτές εμπεριέχουν και το
λεξιλόγιο της τροχοζωήλατης μεταφοράς (καθώς
και το ρηματικό σύστημα Rix-Cowgill).
Η
Ελληνική γλώσσα είναι, θα
λέγαμε, μια τελευταία θυγατέρα
της Ύστερης
Ι.Ε. γλώσσας,
επειδή παρ' ολίγον δεν υπέστη
την λεγόμενη σατεμοποίηση (όπως
και η Φρυγική), την οποία υπέστησαν οι
συγγενικότερες αδελφές της (Αλβανική,
Αρμενική, Ινδο-Ιρανική), καθώς
ο Ελληνο-Φρυγικός κλάδος αποχώρησε την
τελευταία στιγμή από τις Στέππες.
Στην
γλωσσολογία οι Ι.Ε. γλώσσες εντάσσονται
σε δύο μεγάλες κατηγορίες λόγω
της σατεμοποίησης συγκεκριμένων
φθόγγων (*k’ > ts > s, *g'(h) > dz > z),
μια ονομασία που προήλθε από το
χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς το
πώς εξελίχθηκε το αρχικό σύμφωνο για
την I.E. λέξη *kmtóm = “100”,
δηλ. με αρχικό κ ή σ αντίστοιχα):
α)
τις γλώσσες centum (π.χ.
ελληνικό εκατόν, λατινικό centum =
100) και
β)
τις γλώσσες satem (π.χ.
αβεστικό satem, σανσκριτικό satam =
100).
O
Ινδο-Ιρανικός κλάδος προέκυψε από την
Ύστερη Ι.Ε., ενώ οι γλώσσες centum προήλθαν
από την Μέση Ι.Ε., άρα δεν μπορεί να είναι
παλαιότερες του 3500 π.Χ. Ειδικότερα,
η Ελληνική γλώσσα, επειδή κατάγεται
από το τέλος της Μέσης Ι.Ε. και την αρχή
της Ύστερης Ι.Ε., δεν μπορεί να
είναι παλαιότερη του 3000 π.Χ.
----------------
Α.1
+ Β.
Η
Ι.Ε. γλωσσική οικογένεια απαρτίζεται
από τις γλώσσες εκείνες που έχουν φυλογενετική
συγγένεια,
δηλ. έχουν
κοινή καταγωγή,
αποτελώντας τις θυγατέρες,
ας πούμε, της μητρικής πρωτο-Ι.Ε. γλώσσας,
η οποία μιλιόταν κατά την προϊστορία
και δεν έχει καταγραφεί, επειδή δεν είχε
ανακαλυφθεί ακόμα η γραφή. Η πρώτη
καταγραφή, όμως, ενός παλαιότερου
θυγατρικού κλάδου της, του Ανατολιακού κλάδου,
υπάρχει χάρη στις λέξεις των Χετταίων
και των Λουβιτών της Μ. Ασίας που
βρέθηκαν σε ασσυριακά κείμενα
του 1900 π.Χ.
Για
να προσδιοριστεί σωστά η κοιτίδα αλλά
και η χρονική αφετηρία της πρωτο-Ι.Ε.
γλώσσας, υπάρχουν μέχρι στιγμής τα εξής
επιστημονικά στοιχεία:
α)
το αναδομημένο λεξιλόγιο της δείχνει
προσέγγιση με την νεολιθική εποχή
(6500
- 3000 π.Χ.),
όπως με την αγροκτηνοτροφική οικονομία,
π.χ. *h2erh3- (=
οργώνω), *h2melg’- (=
αρμέγω),
β)
αντάλλαξε περισσότερα από ένα δάνεια
με την Ουραλική και
την Καρτβελιανή γλώσσα,
ακριβώς επειδή θα πρέπει να
βρισκόταν κοντά στις
κοιτίδες αυτών των δύο γλωσσών,
δηλ. στις Στέππες,
γ)
ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένη με
το άλογο (*h1ek’wos =
ίππος),
ένα κατεξοχήν ζώο
της Στέππας κατά
την εποχή από
το 5000
- 3000 π.Χ.,
δ)
έχει ένα κοινό λεξιλόγιο για την τροχοζωήλατη
μεταφορά, το οποίο μπορεί
να αναδομηθεί μόνο για
τις θυγατρικές ομάδες της Ύστερης Ι.Ε. (εκτός από
τον Ανατολιακό και
τον Τοχαρικό
κλάδο)
και επομένως η διάσπαση της Ύστερης
Ι.Ε. έγινε μετά την εφεύρεση των τροχοζωήλατων μέσων,
δηλ. μετά το 4000 π.Χ.,
ε)
το αναδομημένο λεξιλόγιο της δεν περιέχει
λέξεις της μεσογειακής χλωρίδας
και πανίδας, αλλά οι λέξεις αυτές
προστέθηκαν στο Ι.Ε. λεξιλόγιο έτοιμες
από τις προϋπάρχουσες μη
Ι.Ε. γλώσσες της
Μεσογείου.
Τα
στοιχεία αυτά οδηγούν σε πολύ συγκεκριμένα
συμεράσματα και, συνοπτικά, καθιστούν
ως:
α)
περισσότερο πιθανή
την στεππική θεωρία “Kurgan” (δηλ.
κοιτίδα οι Στέππες βορείως του
Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας την
περίοδο 5000 -
3000 π.Χ., δηλ. μέσα
στην νεολιθική εποχή)
και
β)
λιγότερο πιθανή την ανατολιακή
υπόθεση του Renfrew (δηλ.
κοιτίδα η νεολιθική Ανατολία στην
σημερινή Τουρκία μετά το 7000 π.Χ.,
δηλ. από το τέλος της παλαιολιθικής εποχής
και μετά).
Πιο
αναλυτικά, σχετικά με το
θέμα της άφιξης στην ελλαδική χερσόνησο
των πρωτο-Ελλήνων,
δηλαδή των φορέων της γλώσσας που
εξελίχθηκε τελικώς στις ελληνικές
διαλέκτους, κυριαρχούν δύο θεωρίες:
α)
η στεππική θεωρία “Kurgan” (των
Gimbutas, Adams, Mallory, Anthony κ.ά.), που είναι η
ευρέως αποδεκτή υπόθεση, σύμφωνα με την
οποία η περιοχή όπου μιλιόταν η πρωτο-Ι.Ε.
γλώσσα ήταν χωρικά στις Στέππες βορείως του
Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας και χρονικά στην
περίοδο 5000
- 3000 π.Χ.,
ενώ η άφιξη των πρωτο-Ελλήνων στην Ελλάδα γίνεται
περίπου στο 2200 π.Χ. μέσα
σε ένα γενικότερο μοντέλο εξάπλωσης
των Ι.Ε. γλωσσών.
β) η ανατολιακή υπόθεση
του Renfrew, που είναι
και η κύρια εναλλακτική θεώρηση,
καθώς προσπαθεί να εξισώσει την εξάπλωση
των Ι.Ε. γλωσσών με την νεολιθική εποχή της
Ευρώπης.
Στην πρώτη
εκδοχή της τοποθετούσε την αφετηρία
χωρικά στην Ανατολία της
σημερινής Τουρκίας και χρονικά
στο 7000 π.Χ.
Ωστόσο προέκυψαν κάποια προβλήματα που
ανάγκασαν τελικά τον Renfrew να την
αναθεωρήσει.
Στην δεύτερη
εκδοχή της, πλέον, υποστηρίζει ότι
το 7000 π.Χ. στην Ανατολία υπήρχε η προ-Ι.Ε.
γλώσσα η οποία διασπάστηκε σε:
β1) πρωτο-Ανατολιακή που
παρέμεινε στη θέση της και μετατρέπεται
από παλαιότερη θυγατέρα της Ι.Ε. γλώσσας
σε μεγαλύτερη αδελφή της, και
β2) σε
μια άλλη ομάδα η οποία μετανάστευσε
πρώτα στην Ελλάδα και
κατόπιν στις περιδουνάβιες
χώρες περίπου
το 5000 π.Χ.
Στην
πρώτη εκδοχή της οι πρωτο-Έλληνες
τοποθετούνταν στην Ελλάδα περί το 6000
π.Χ., κάτι το οποίο γλωσσολογικά είναι
απίθανο, ενώ στην δεύτερη εκδοχή της οι
πρωτο-Έλληνες κατέβηκαν από τις
περιδουνάβιες περιοχές μετά το 3000 π.Χ.
Θα
πρέπει να αναφερθεί, όμως, ότι υπάρχει
και μια τρίτη σχετική θεωρία για τις
Ι.Ε. γλώσσες:
γ)
η θεωρία
της παλαιολιθικής συνέχειας (των
Alinei, Costa, Poghirc, Hausler, Otte κ.ά.), η οποία
υποστηρίζει ότι όλες οι
Ι.Ε. γλώσσες κατάγονται από την Ευρώπη και
έχουν συνεχή παρουσία
και εξέλιξη από την παλαιολιθική εποχή
(λήγει το 6500 π.Χ.). Βασίζεται
σε μια σύνθεση γλωσσολογικών και
αρχαιογενετικών μελετών (αμφιλεγόμενη
για πολλούς), που υποδεικνύουν ότι
το 80% των
Ευρωπαίων έχει παλαιολιθική προέλευση,
καθώς και αρχαιολογικών δεδομένων που
υποδεικνύουν ευρωπαϊκή πολιτισμική συνέχεια.Υποστηρίζει
ότι υπάρχει ανεπάρκεια αποδείξεων μιας
Ι.Ε. εισβολής κατά την εποχή του χαλκού
(4η χιλιετία π.Χ.), έλλειψη γενετικής
αλλαγής από την παλαιολιθική εποχή,
επισημαίνοντας και την αναλογία με την
παλαιολιθική καταγωγή των ουραλικών
πληθυσμών και γλωσσών στην Ευρασία.
Οι
αντίπαλοι της θεωρίας, όμως, υπενθυμίζουν
ότι η γενετική συνέχεια δεν σημαίνει
και γλωσσική συνέχεια. Η βασική
διαφωνία τους εντοπίζεται στην μεγάλη
ιστορική διάρκεια, καθώς θεωρούν ότι
γενικώς οποιοσδήποτε συσχετισμός μεταξύ
των γλωσσών εξαφανίζεται το πολύ μέσα
σε 10000 χρόνια. Η θεωρία της συνέχειας,
όμως, υποστηρίζει ότι οι γλωσσολογικές
μεταβολές έχουν πολύ πιο αργή εξέλιξη,
όταν δεν συντρέχουν κοινωνικές και
πολιτικές μεταβολές και επομένως η
καταγωγή των Ι.Ε. από την εποχή του
χαλκού έχει ανεπαρκή ιστορική διάρκεια,
για να δικαιολογήσει την ποικιλία
της Ι.Ε. ομογλωσσίας.
Λόγω
αυτής της θεωρίας οι προηγούμενες δύο
(θεωρίες Kurgan και Renfrew) λογίζονται
ως θεωρίες ασυνέχειας.
Συμπερασματικά,
οι δύο πρώτες γλωσσολογικές θεωρίες,
αν και αντίπαλες, καταλήγουν λίγο-πολύ
στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα
εμφανίζονται οι
λεγόμενοι προ-Έλληνες [ανατολιακόφωνοι] γύρω
στο 2500 μ.Χ. και μάλιστα μόλις λίγους
αιώνες πριν από τους
λεγόμενους πρωτο-Έλληνες [στεππαίους] που
εμφανίζονται γύρω στο 2200 π.Χ.
Πάντως, με άλλα λόγια, οι ερευνητές
αποφαίνονται πως αμιγής ελληνική
γλώσσα δεν υπήρχε πριν το 2500 π.Χ. Την
εποχή αυτή, δηλαδή, η ελληνική γλώσσα
(όπως συνέβη και με τις υπόλοιπες γλώσσες)
προήλθε μέσα από μια συγκεκριμένη
γλωσσική υποομάδα, η οποία διαμορφώθηκε
σιγά-σιγά μέσα στην αρχική ενιαία Ι.Ε.
γλώσσα.
Έτσι
η ελληνική γλώσσα δεν εισήλθε προκατασκευασμένη στην
ελλαδική χερσόνησο,
αλλά προέκυψε από την αλληλεπίδραση των διαφόρων
γλωσσών που βρέθηκαν
κάποια στιγμή να μιλούνται στον ευρύτερο
ελλαδικό χώρο. Οι πρωτο-Έλληνες ήταν οι
φορείς που εισήγαγαν εκείνη την μορφή
της Ι.Ε. γλώσσας, η οποία περιείχε τα
βασικά θεμέλια πάνω στα οποία σχηματίστηκε
σε ελληνικό έδαφος το σώμα των αρχαίων
ελληνικών διαλέκτων.
Οι
δύο πρώτες θεωρίες, όμως, διαφέρουν
σημαντικά σχετικά με
το ανατολιακό προελληνικό πληθυσμό:
α)
η υπόθεση του Renfrew υποστηρίζει
ότι η άφιξη των ομιλητών της ανατολιακής
γλώσσας από την Ανατολία στον
ελλαδικό χώρο έγινε οποτεδήποτε μετά
το 7000 π.Χ.
β)
η θεωρία Kurgan υποστηρίζει
ότι αρχικά η προέλαση από τις Στέππες
προς τον Δούναβη έγινε λίγο πριν το 4000
π.Χ., ενώ η είσοδος στην Ανατολία έγινε
κατά την περίοδο 3500 - 2500 π.Χ. (μιας και
βρέθηκαν λέξεις των Χετταίων και των
Λουβιτών της Μ. Ασίας σε ασσυριακά
έγγραφα του 1900 π.Χ.). Στην συνέχεια:
β1)
ο Ελληνο-Φρυγικός κλάδος,
που φθάνει από τις Στέππες
στον Δούναβη, εισέρχεται
αργότερα στα Βαλκάνια και
β2)
ο Ανατολιακός κλάδος, που
κατοικεί στα Βαλκάνια, ωθείται την ίδια
εποχή προς την Προποντίδα,
όπου εκεί διαιρείται σε:
β2.1)
μια υποομάδα που περνάει απέναντι
στην Μικρά Ασία και
β2.2)
μια υποομάδα που προχωράει στην δυτική
ακτή, ή και μέσω των νησιών,
του Αιγαίου πελάγους
και καταλήγει στην Ελλάδα.
Η
υπόθεση Renfrew, λοιπόν, φέρνει τους
ανατολιακόφωνους προ-Έλληνες γύρω
στο 2500 μ.Χ. στην Ελλάδα, δηλ. μόλις
λίγους αιώνες πριν από τους
στεππαίους πρωτο-Έλληνες που
ήρθαν γύρω στο 2200 π.Χ. σύμφωνα με
την θεωρία Kurgan.
----------------
Ένα
παράδοξο, όμως, με τον Ελληνο-Φρυγικό κλάδο είναι
ότι συνδέεται στενότερα με
τον Ινδο-Ιρανικό και
τον Αρμενικό κλάδο
(παρά με τις άλλες ευρωπαϊκές Ι.Ε. γλώσσες,
όπως θα αναμέναμε), επειδή εμφανίζουν
κοινούς νεωτερισμούς, δηλ. την ρηματική
χρονική αύξηση *e- (λέγω - έλεγον),
το αρνητικό
μόριο *mē (μή,
μήτε) και
τις ρηματικές καταλήξεις *-m-ai,
*-s-ai, *-t-oi κλπ.
(π.χ. λέγομαι, -σαι, -ται).
Ο
Ινδο-Ιρανικός και ο Αρμενικός κλάδος,
επίσης, υπέστησαν σατεμοποίηση, ενώ ο
Ελληνο-Φρυγικός όχι. Επομένως
ο Ελληνο-Φρυγικός κλάδος
πρέπει να κατάγεται από μια πολύ όψιμη εποχή
της Μέσης Ι.Ε.,
έτσι ώστε να μπορέσει να αναπτύξει
κοινούς νεωτερισμούς με τις γλώσσες
που υπέστησαν τελικά την σατεμοποίηση,
χωρίς όμως
την τελευταία στιγμή να την υποστεί και
ο ίδιος. Άρα
η Ελληνική κατάγεται
από μια Ι.Ε. ομάδα, τον Ελληνο-Άριο κλάδο (τον
κοινό πρόγονο του Ελληνο-Φρυγικού και
του Ινδο-Ιρανικού/Αρμενικού κλάδου), που
μιλιόταν στις Στέππες γύρω
στο 3000 π.Χ., από τις οποίες αποχώρησε
λίγο πριν την σατεμοποίηση. Κατά
συνέπειαν, η παρουσία των πρωτο-Ελλήνων
στην ελλαδική χερσόνησο πριν το 2500 π.Χ.
φαίνεται απίθανη, αλλά υποδεικνύει και
ότι η Ελληνο-Φρυγική ομάδα
βρισκόταν ήδη στα Βαλκάνια εκείνη
την εποχή, επειδή δεν υπέστη την
σατεμοποίηση που συνέβη στις ομάδες
που βρίσκονταν στις Στέππες.
Επιπλέον,
επειδή και οι δύο θεωρίες συμφωνούν με
την τοποθέτηση των πρώιμων Ινδο-Ιρανών στον
λεγόμενο πολιτισμό Sintashta (και
κατόπιν στον πολιτισμό Andronovo) γύρω
στο 2000 π.Χ., αυτό
έχει ως συνέπεια την άμεση σχέση με την
εποχή εμφάνισης των πρωτο-Ελλήνων στον
ελλαδικό χώρο. Ένα παράδοξο, όμως, σχετικά
με τον Ινδο-Ιρανικό κλάδο είναι ότι όταν
κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά, δεν δέχθηκε
επιδράσεις από τις σημιτικές γλώσσες
που υπήρχαν από την Παλαιστίνη μέχρι
και την Μεσοποταμία, αλλά προσπέρασε
αλώβητος από εκεί για να καταλήξουν
τελικά οι πληθυσμοί του στην Περσία και
την Ινδία αντίστοιχα.
----------------
Σχετικά,
τώρα, με το ζήτημα του ποιος εισήγαγε τον
ίππο στην Ελλάδα, επειδή το παλαιότερο
δείγμα στα Βαλκάνια είναι ένα ιππόμορφο
σκήπτρο στο Porodin της
Σερβίας γύρω στο 2500 π.Χ., ενώ τα
παλαιότερα οστά αλόγου
βρέθηκαν στην Τρωάδα και στην Λέρνα του
αργολικού κόλπου και χρονολογούνται
λίγο μετά το 2000 π.Χ., είναι
λογικό να υποθέσουμε ότι από τις Στέππες
το άλογο μεταφέρθηκε πρώτα στα Ν.Δ.
Βαλκάνια και στην συνέχεια στον ελλαδικό
χώρο. Στη Μεσόγειο δεν υπήρχε το άλογο,
αλλά ο γάιδαρος. Ακόμα και οι
Σουμέριοι, όταν πρωτοείδαν το άλογο, το
ονόμασαν “γάιδαρο του βουνού”. Οι
πρωτο-Έλληνες χρησιμοποιούσαν την Ι.Ε.
λέξη για το άλογο *h1ek’wos (= ἵππος, π.β.
και μυκηναϊκό íkkʷos / i-qo, αιολικό íkkos
/ ἴκκος),
που απαντάται και σε άλλες Ι.Ε. γλώσσες
(π.χ. λατινικό equus, ινδο-ιρανικό asva/aspa
κλπ.).
Παράλληλα,
την ίδια εποχή με την εμφάνιση του αλόγου
στην ελληνική χερσόνησο, εμφανίζεται
στην ανατολική ακτή της Αδριατικής ένας
πολιτισμός που εξάγει μετά το 2200 π.Χ. με
το ναυτικό εμπόριο την κεραμική του,
την λεγόμενη κεραμική
Četina. Η κεραμική
αυτή αναπτύσσεται ιδιαίτερα στην
Πελοπόννησο τα επόμενα χρόνια, έτσι
ώστε να μπορούμε να υποθέσουμε ακόμα
και ότι η προέλαση των πρωτο-Ελλήνων
στην νότια Ελλάδα μπορεί να προέκυψε
μετά από συμπόρευσή τους (και μάλιστα
με την βοήθεια του πολεμικού ιππικού
τους) με τους εμπόρους της κεραμικής
Četina, ώστε οι τελευταίοι να αποκτήσουν
ναυτικές βάσεις στην Πελοπόννησο.
Τέλος,
μια γενετική μελέτη σύγκρισης του
DNA Μυκηναίων και Μινωϊτών έδειξε
πρόσφατα ότι διαφέρουν κατά ένα ποσοστό
μικρότερο του 20% μεταξύ τους.
Οι Μυκηναίοι και οι Μινωίτες,
λοιπόν, φάνηκε ότι είναι πολύ κοντά
γενετικά, με την πλειονότητα του DNA
τους να είναι Ανατολιακής προέλευσης,
ενώ ένα 4% - 16% του DNA τους δείχνει να
προέρχεται από βόρειους πληθυσμούς
των Στεππών του
Καυκάσου.
Η γενετική,
γενικότερα, υποδεικνύει ότι στην
ελλαδική χερσόνησο οι
Ι.Ε. πληθυσμοί, από
όπου και αν προήλθαν, ήταν αρχικά μικρή
μειοψηφία και ότι
οι παλαιότεροι πληθυσμοί
που συνάντησαν στην περιοχή αυτή
ήταν γεωργοί που
προέρχονταν από την Β.Δ. Ανατολία, καθώς
και κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες που
είχαν ενσωματωθεί στους γεωργούς. Η
γλωσσολογία, εξάλλου, υποδεικνύει ότι
στην περιοχή υπήρχαν αρχικά πληθυσμοί
που μιλούσαν ανατολιακές γλώσσες
και στην συνέχεια ακολούθησαν οι
προ-Έλληνες.
Εν
κατακλείδι, θα πρέπει να επισημανθεί
απαραιτήτως ότι μερικοί γλωσσολόγοι,
βασιζόμενοι στις ομοιότητες των Ι.Ε.
γλωσσών με άλλες γλώσσες της Ευρασίας,
προτείνουν ότι οι Ι.Ε. γλώσσες είναι
μέρος μιας υποθετικής πρωταρχικής
παγκόσμιας πρωτο-γλώσσας, της
λεγόμενης νοστρατικής γλώσσας.
Η
ονομασία nostratic προήλθε από την
λατινική αντωνυμία noster, nostra, nostrum (=
δικός, -ή, -ό μας) και η μελέτη ξεκίνησε
από την ετυμολογική σύγκριση των πολύ
βασικών λέξεων κάθε γλώσσας ή έθνους,
όπως, π.χ. θεός, ουρανός, γη, άνθρωπος,
ζώο, τροφή, νερό, γάλα κλπ. και διαπιστώθηκε
ότι τέτοιες λέξεις μπορούσαν να αναχθούν
σε μία πανάρχαια κοινή πρωτο-γλώσσα
(και με ειδικά πρόσθετα σύμβολα
αποτυπώθηκαν οι φθόγγοι αυτής της
γλώσσας), η οποία περιλαμβάνει
τις νότιες καυκασιανές γλώσσες ή
καρτβελιανές, τις ουραλικές
γλώσσες,
τις αλταϊκές
γλώσσες,
τις δραβιδικές γλώσσες, καθώς και
τις αφροασιατικές
γλώσσες.