οβίδα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη obus, που
προήλθε από τη γερμανική Houbitze
(= οβιδοβόλο) και αυτή από την τσεχική
λέξη haufnice (= καταπέλτης).
οβολός:
πρόκειται για αρχαία λέξη, που
προέρχεται από τη λέξη οβελός
(= σούβλα). Ειδικότερα, ο οβολός στην
αρχαιότητα ήταν νόμισμα και μέτρο βάρους
που είχε αρχικά σχήμα ράβδου (έξι οβολοί,
δηλαδή όσοι χωρούσαν κατά μέσο όρο στην
παλάμη, αποτελούσαν τη δραχμή, βλ.λ.).
~
Από τη λέξη οβελός προέρχεται, επίσης,
και η λέξη οβελίας.
οδύσσεια:
προέρχεται από τον τίτλο του έπους
«Οδύσσεια», που συνέγραψε ο
αρχαίος ποιητής Όμηρος, στο οποίο βασικός
ήρωας είναι ο βασιλιάς της Ιθάκης
Οδυσσεύς. Ο ήρωας αυτός
μετά τη δεκάχρονη περιπλάνησή του σε
διάφορες χώρες, ύστερα από την άλωση
της Τροίας, επέστρεψε τελικά στην πατρίδα
του και ανέκτησε το θρόνο του και τη
σύζυγό του Πηνελόπη φονεύοντας όλους
τους επίδοξους μνηστήρες της.
οιδιπόδειος:
πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο,
που προέρχεται από το αρχαίο όνομα
Οιδίπους, γενική Οιδίποδος,
βασιλιάς της Θήβας, σύνθετο από τις
λέξεις οιδώ (= πρήζομαι) + ο πους,
γενική του ποδός. Το όνομα αυτό προέκυψε
από το γεγονός ότι ο νεογέννητος Οιδίποδας
παραδόθηκε σε βοσκό από τον πατέρα του
Λάιο, ύστερα από δυσοίωνο χρησμό, για
να τον εγκαταλείψει στο δάσος. Αυτός
τον κρέμασε ανάποδα σε ένα δένδρο, τα
πόδια του παιδιού πρήστηκαν μόνιμα,
αλλά έπειτα ο βοσκός τον λυπήθηκε και
τον υιοθέτησε.
– «οιδιπόδειο
σύμπλεγμα»: όρος της ψυχανάλυσης που
έλαβε την ονομασία του από την τραγική
ζωή του Οιδίποδα και περιγράφει τον
ερωτισμό του παιδιού προς τον ένα γονέα
του αντίθετου φύλου καθώς και την
εχθρότητα του παιδιού προς τον άλλο
γονέα. Ο Οιδίποδας, σύμφωνα με αρχαίο
μύθο, όταν μεγάλωσε, σκότωσε χωρίς να
το γνωρίζει τον πατέρα του και βασιλιά
της Θήβας Λάιο ύστερα από διαπληκτισμό,
ενώ στη συνέχεια έλαβε ως σύζυγό του εν
αγνοία του τη μητέρα του Ιοκάστη, χήρα
του Λάιου.
οισοφάγος:
πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη
από το μέλλοντα οίσω του ρήματος
φέρω + θέμα φαγ- του ρήματος
εσθίω (= τρώω), πβ. αόριστος β΄ έφαγον.
οκέι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλο-αμερικανική λέξη
okay ή okey (= εντάξει), που
προήλθε από τα αρχικά o.k., που
ανήκουν πιθανόν στη φράση oll
korrect, η οποία ανάγεται στην
αρχική φράση all correct (=
όλα σωστά). Η φράση αυτή εμφανίστηκε
στην Αμερική γύρω στο 1830 και διαδόθηκε
ιδιαίτερα πιθανόν λόγω των οπαδών του
πολιτευτή M. Van
Buren, που είχε την προσωνυμία
Old Kinderhook,
τα αρχικά της οποίας συνέπιπταν με την
εν λόγω φράση.
ομελέτα:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
omelette, αυτή από τη λέξη amelette,
και αυτή από την αρχαία γαλλική alemelle
(= λάμα). Η τελευταία προέρχεται από τη
λατινική lamella και αυτή από
τη λέξη lamina (= έλασμα), που ανάγεται
στην μετοχή ελαμένη του
αρχαίου ρήματος ελαύνω (= προχωρώ,
χτυπώ).
όμορφος:
πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο,
που προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη
*όμμορφος, η οποία προήλθε από
τη φράση ο έμμορφος. Η λέξη
έμμορφος προέκυψε από το αρχαίο
επίθετο εύμορφος, σύνθετο από
τις λέξεις ευ (= καλώς) + μορφή.
ομπρέλα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη ombrella,
που προήλθε από τη μεταγενέστερη
λατινική umbrella,
παράγωγο της λατινικής λέξης umbra
(= σκιά).
όπερα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη opera, που
προήλθε από τη λατινική φράση
opera (in
musica), η οποία σημαίνει
«έργο (σε μουσική)», όπου η λέξη opera
(= εργασία) προέρχεται από τη λέξη opus,
γενική operis (= έργο).
~
Από τη λατινική λέξη opera, επίσης, προήλθε
το ρήμα operor (= εργάζομαι) και από
αυτό το γαλλικό ρήμα opérer (=
ενεργώ, εκτελώ). Αυτό παρήγαγε τη γαλλική
λέξη opérateur (= χειριστής,
εικονολήπτης), από την οποία προήλθε η
νεοελληνική λέξη οπερατέρ.
ορατόριο:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από ξένη λέξη (όπως αγγλικά και
γαλλικά oratorio), που
προήλθε από τη μεταγενέστερη
λατινική oratorium (= αίθουσα
προσευχής δίπλα σε εκκλησία), παράγωγο
του λατινικού ρήματος oro
(= προσεύχομαι).
όργιο:
προέρχεται από την αρχαία λέξη
όργιον, που σημαίνει «μυστηριακή
τελετή προς τιμήν θεού, κυρίως του
Διονύσου» και παράγεται από το θέμα
οργ- (πβ. όργανον) ή εργ-
(πβ. έργον). Η αρχική σημασία της λέξης
άλλαξε αργότερα και απέκτησε την έννοια
«ανήθικη πράξη» λόγω της αρνητικής
στάσης του χριστιανισμού προς τις
ειδωλολατρικές εορτές αλλά και από
παρετυμολογική επίδραση της ελληνιστικής
λέξης οργασμός (που προήλθε από την
αρχαία λέξη οργή).
ορχήστρα:
πρόκειται για αρχαία λέξη, που
σήμαινε αρχικά «το μέρος του θεάτρου
που ανήκε στο χορό» και προέρχεται από
τη λέξη όρχησις (= χόρεμα), παράγωγο
του ρήματος ορχούμαι (= χορεύω).
όσκαρ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη oscar, που
προήλθε από το όνομα Oscar (Pierce),
ενός Αμερικανού κηπουρού, ο οποίος
ήταν θείος ενός μέλους της Αμερικανικής
Ακαδημίας Τέχνης. Αυτός ο κηπουρός,
σύμφωνα με ανέκδοτο, έμοιαζε με το
πρόσωπο του αγαλματιδίου που απονέμεται
ετησίως ως βραβείο σε καλλιτέχνες του
κινηματογράφου.
ουγκιά:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αρχαία λέξη ουγγία,
αυτή από τη λέξη ουγκιά και αυτή
από τη λατινική λέξη uncia (=
το δωδεκατημόριο της λίτρας), παράγωγο
του αριθμητικού unus (= ένας).
ούγια:
προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη
ούια, που προήλθε από την
ελληνιστική ούα και αυτή
από την αρχαία λέξη η όα ή
ώα (= προβειά, περιθώριο).
ούζο:
προέρχεται πιθανόν από την ιταλική
φράση uso (Massalia),
που σημαίνει «για χρήση (στη Μασσαλία)»
και αποτελούσε επιγραφή πάνω σε κιβώτια
με αυτό το ποτό που αποστέλλονταν από
την Ελλάδα στη Μασσαλία. Η λέξη uso
προήλθε από τη λατινική λέξη usus
(= χρήση), παράγωγο του ρήματος utor
(= χρησιμοποιώ).
ουίσκι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη whisky, η
οποία προήλθε είτε α) από την ιρλανδική
φράση uisce (beatha) είτε β) από
την κελτική φ
ράση uisge (beatha),
που σημαίνουν «(νερό) ζωής».
ουμανισμός:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη νεολατινική λέξη humanismus
(= ανθρωπισμός), που προήλθε από τη
λατινική humanitas (= ανώτερη
μόρφωση) και αυτή από το επίθετο humanus
(= ανθρώπινος), παράγωγο της λέξης homo,
γενική hominis (= άνθρωπος).
ουρα(γ)κοτάγκος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη orangutan(g),
που προήλθε από τη μαλαϊκή φράση
orang hutan (= άνθρωπος του δάσους),
όπου orang (= άνθρωπος) και
hutan (= δάσος).
ουτοπία:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική
λέξη Utopia, φανταστική χώρα με
ιδεώδεις νόμους, όρος που πλάσθηκε το
1516 από τον Άγγλο φιλόσοφο Thomas
More στο έργο του «De insula
Utopia», και είναι σύνθετη
από τις αρχαίες λέξεις ου
(= όχι) + τόπος.
ούφο:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τα αρχικά U.F.O. της αγγλικής
φράσης U(nidentified)
F(lying) O(bject), που
σημαίνει «Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενο
Αντικείμενο» ή αλλιώς Α.Τ.Ι.Α.