Θ

θαμώνας: προέρχεται από τη νεοελληνική λέξη θαμώνης (στην καθαρεύουσα), σύνθετη από τις λέξεις επίρρημα θαμά (= συχνά) + ρήμα ωνούμαι (= αγοράζω).
θειάφι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη θειάφιον, που προήλθε από την αρχαία λέξη το θείον, παράγωγο του ρήματος θύω (= βγάζω καπνό, θυσιάζω, πβ. θυμίαμα).
θεωρία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «το αξίωμα του θεωρού», ενώ έπειτα «το θέαμα, η παρατήρηση». Προέρχεται από τη λέξη θεωρός, η οποία σήμαινε αρχικά «πρέσβης απεσταλμένος σε θρησκευτική γιορτή» και είναι σύνθετη από τις λέξεις θέα + ορώ (= βλέπω).
θεοδόλιχος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη theodolite (τοπογραφικό όργανο), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις θέα + οδός + λίθος (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης δόλιχος = αγώνας δρόμου αντοχής).
θεραπεύω: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο θέραψ (γενική θέραπος) ή αλλιώς ο θεράπων (γενική θεράποντος), η οποία σήμαινε αρχικά «ο ακόλουθος πολεμιστή», έπειτα «ο υπηρέτης σε ναό», ενώ αργότερα «αυτός που παρέχει ιατρική περίθαλψη».
θεριακλής: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη tiryakli (= οπιομανής), που προήλθε από την περσική tiryak (= όπιο) (με την παρετυμολογική επίδραση της μεσαιωνικής λέξης θεριό, που προήλθε από την αρχαία λέξη θηρίον).
θεσπίζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σήμαινε αρχικά «προφητεύω», ενώ έπειτα «θεσμοθετώ». Προέρχεται από το επίθετο θέσπις, που προήλθε από το επίθετο θεσπέσιος (= θεόπνευστος, θαυμάσιος), σύνθετο από τη λέξη θεός + το θέμα σπ- του ρήματος (εν)έπω, που σημαίνει «μιλώ» (πβ. το έπος = λόγος).
θηλιά: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από τη λέξη θηλεά, αυτή από τη λέξη θηλέα και αυτή από τη λέξη θήλεια (= θηλυκιά), που είναι το θηλυκό του επιθέτου ο θήλυς. Η σημασία της λέξης θηλιά προήλθε από την αντίληψη για τα αντικείμενα εκείνα, τα οποία, σε αντιστοιχία με την ανατομία των γεννητικών οργάνων, έχουν υποδοχή και λέγονται «θηλυκά», ενώ το συμπλήρωμά τους λέγεται «αρσενικό».
θίασος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «θρησκευτική αδελφότητα», αλλά έπειτα απέκτησε τη σημασία «θεατρικός όμιλος». Η λέξη, δηλαδή, συνδέθηκε αρχικά με τη διονυσιακή λατρεία, όπου ο θίασος ήταν ο όμιλος πιστών του θεού Διονύσου που τον συνόδευαν στις πορείες και τις τελετές του. Αργότερα, η λέξη απέκτησε την έννοια της ομάδας των ηθοποιών που συμμετείχαν στις θεατρικές εκδηλώσεις που γίνονταν στην Αττική την εποχή του τρύγου προς τμήν του.
θράκα: προέρχεται από τη λέξη αθράκα, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη αθράκι και αυτή από την (αμάρτυρη) λέξη *αθθράκι. Αυτή ανάγεται στην ελληνιστική λέξη ανθράκιον (= μαγκάλι), παράγωγο της αρχαίας λέξης ο άνθραξ, αιτιατική άνθρακα (= κάρβουνο).
θυμάμαι: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα θυμούμαι, που προήλθε από το ρήμα εθθυμούμαι και αυτό από το αρχαίο ενθυμούμαι, σύνθετο από τις λέξεις εν + θυμός (= πνεύμα, ψυχική διάθεση). Η λέξη θυμός προέρχεται πιθανόν από το ρήμα θύω ή θύνω, που σημαίνει «εφορμώ», πβ. θύελλα (είναι διαφορετικό από το ρήμα θύω = θυσιάζω).
~ Η λέξη θυμός, όμως, αργότερα σήμαινε και «οργή», και με την έννοια αυτή δημιουργήθηκε το αρχαίο ρήμα θυμώ (= οργίζομαι), από το οποίο προέκυψε το μεσαιωνικό θυμώνω.
θυσιάζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που προέρχεται από την αρχαία λέξη θυσία, παράγωγο του ρήματος θύω (= βγάζω καπνό, θυσιάζω).
~ Από το ρήμα θύω παράγεται α) η αρχαία λέξη θύμα (= ζώο για θυσία), καθώς και β) η ελληνιστική λέξη θύτης (= θυσιαστής).