Κ

καβαλάρης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, προέρχεται από τη λέξη καβαλάριος και αυτή από τη λατινική λέξη caballarius (= ιππέας), παράγωγο της λέξης caballus (= άλογο για εργασίες).
~ Παρόμοια, η λέξη καβαλέτο προέρχεται από τη βενετική cavaletto και αυτή από τη λέξη caballo (= άλογο), που προήλθε από τη λατινική caballus.
κάβουρας: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προήλθε από την ελληνιστική κάβουρος και αυτή από την αρχαία λέξη κάραβος, που σημαίνει «καραβίδα» (με την επίδραση της συνώνυμης λέξης πάγουρος = καβούρι).
καγκελάριος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική cancellarius. Αυτή είναι παράγωγο της λέξης cancellus (από την οποία προήλθε και η ελληνιστική λέξη κάγκελ(λ)ον). Η λέξη cancellarius δήλωνε τον υπάλληλο που στεκόταν δίπλα στο κάγκελο, στο κιγκλίδωμα, που χώριζε τους δικαστές από το ακροατήριο.
καγκουρό: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη kangaroo, η οποία προέκυψε από τη λέξη της γλώσσας των Αβορίγινων της Αυστραλίας: α) ganurru (όνομα για το ζώο αυτό) ή β) ka gouro (= δεν ξέρω), απάντηση ιθαγενούς σε ερώτηση του Άγγλου εξερευνητή J. Cook σχετικά με το όνομα αυτού του ζώου.
κάδρο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κάδρον, που προήλθε από το βενετικό επίθετο quadro (= τετράγωνος). Αυτό ανάγεται στο λατινικό quadrus (= τετράγωνος), παράγωγο του αριθμητικού quattuor (= τέσσερα).
καθηλώνω: προέρχεται από το ελληνιστικό ρήμα καθηλώ (= στερεώνω με καρφιά), σύνθετο από τις λέξεις κατά ή καθ’ + ηλώ (= καρφώνω), ρήμα παράγωγο της λέξης ο ήλος (= καρφί).
καισαρική (τομή): πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, αποτελεί φράση για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές προέλευσης: 1) περιέχει το μεσαιωνικό επίθετο καισαρικός, που προήλθε από το ελληνιστικό όνομα Καίσαρ (βλ.λ. καίσαρας). 2) αποτελεί απόδοση της γαλλικής φράσης (operation) césarienne. Η φράση αυτή προήλθε είτε α) από τη λατινική λέξη caesus (= τομή), παράγωγο του ρήματος caedo (= κόβω) είτε β) από τη γερμανική Kaiser(schuitt), λανθασμένη μετάφραση της νεολατινικής φράσης sectio caesarea, που ανάγεται στις λατινικές λέξεις seco (= τέμνω) και caesus.
καίσαρας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το ελληνιστικό όνομα Καίσαρ, αιτιατική Καίσαρα, που προήλθε από το λατινικό (Julius) Caesar, Ρωμαίος αυτοκράτορας. Για το όνομα αυτό υπάρχουν τρεις πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) από τη λέξη caesus (= τομή), παράγωγο του ρήματος caedo (= κόβω), επειδή σύμφωνα με μια άποψη ο αυτοκράτορας αυτός γεννήθηκε με τη λεγόμενη «καισαρική» τομή (βλ.λ.). 2) από τη λέξη caesarius (= κόμη), επειδή γεννήθηκε με πυκνό μαλλί. 3) από συμφυρμό (ανάμειξη) των επιθέτων caeruleus (= κυανός) + caesius (= γλαυκός).
κακάο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη cacao, που προήλθε από την ινδιάνικη (γλώσσα των Αζτέκων) λέξη cacahuatl (= σπόρος κακαόδεντρου), βλ. και λ. σοκολάτα.
κάλαντα, τα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη αι καλάνδαι ή καλένδαι (απ’ όπου και η νεοελληνική οι καλένδες). Η λέξη καλένδαι προήλθε από τη λατινική φράση calendae (dies), που σημαίνει «(ημέρες) νουμηνίας» και ανάγεται στη φράση calo luna novella (= ορίζω τη νέα σελήνη), την οποία εκφωνούσε ο ιερέας στο Καπιτώλιο της Ρώμης για να αναγγείλει την έναρξη του νέου μήνα.
~ Επίσης, η νεοελληνική λέξη καλαντάρι προήλθε από την ελληνιστική καλανδάριον (= ημερολόγιο), που προέκυψε από τη λατινική calendarium, η οποία σήμαινε τον κατάλογο των χρεών που οι τόκοι τους πληρώνονταν στην αρχή κάθε μήνα, παράγωγο της λέξης calendae.
καλικάντζαρος: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, για την οποία υπάρχουν τρεις πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) προήλθε διαδοχικά από τις λέξεις καλκάντζαρος, καρκάντζαρος και καρκάντζι (= καμμένο). 2) σύνθετη από τις λέξεις καλός + κάντζαρος (από το αρχαίο κάνθαρος = σκαθάρι). 3) σύνθετη είτε α) από το καλίκι (είδος υποδήματος) + άντζα (= γάμπα) είτε β) από το καλίκι + τσάγγαρος (από το τσαγγί, είδος υποδήματος), σχετίζεται δηλαδή άμεσα με το είδος των παπουτσιών αυτού του όντος.
κάλμα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη calma (= γαλήνη, νηνεμία), που προήλθε από την αρχαία λέξη το καύμα, η οποία δηλώνει τον καύσωνα εκείνο που αναγκάζει σε απραξία, παράγωγο του ρήματος καίω.
κάλτσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την ιταλική λέξη calza και αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική calcea, που προήλθε από τη λατινική calceus (= παπούτσι), παράγωγο της λέξης calx, γενική calcis (= φτέρνα).
~ Παρόμοια προέλευση έχει και η λέξη καλ(τ)σόν, που προέρχεται από τη γαλλική calecon και αυτή από την ιταλική calzone, παράγωγο της λέξης calza.
καλυμμαύχι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λέξη καμηλαύκι, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη καμηλλαύκιον (με την παρετυμολογική επίδραση αρχικά των λέξεων κάλυμμα + αυχένας, αλλά έπειτα και της λέξης καμήλα). Το καμηλλαύκιον ανάγεται στη λατινική camellaucium (είδος κυκλικού καπέλλου), παράγωγο της λέξης camella (= κύλικας, ποτήρι).
καμάρα: πρόκειται για αρχαία λέξη, η οποία σημαίνει «θόλος».
~ Από τη λέξη αυτή προέρχεται το ελληνιστικό ρήμα καμαρώ (= κάμπτω, προσθέτω καμάρα), από το οποίο προήλθε το μεσαιωνικό καμαρώνω, που σήμαινε «χαιρετώ με υπόκλιση, κορδώνομαι».
~ Από τη λέξη καμάρα, επίσης, προήλθε και η λατινική camara ή camera (= δωμάτιο, αψίδα), από την οποία παράγεται α) η μεσαιωνική κάμαρα και από αυτήν η λέξη κάμαρη (= υπνοδωμάτιο), β) η αγγλική camera (= φωτογραφική μηχανή, «σκοτεινός θάλαμος») και από αυτήν η λέξη κάμερα (= συσκευή εικονοληψίας) και γ) η λέξη καμπαρέ (βλ.λ.).
καμουφλάζ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη camouflage (= μεταμφίεση, παραλλαγή) και αυτή από το ρήμα camoufler (= μεταμφιέζομαι), παράγωγο της λέξης camouflet (= φύσημα καπνού). Η τελευταία προήλθε από συμφυρμό (ανάμειξη) των λέξεων chault (= θερμός) και mouflet (= φούσκωμα, φύσημα).
καμπάνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική campana. Αυτή προήλθε από το λατινικό όνομα Campania (= Καμπανία), περιοχή της Ιταλίας, όπου για πρώτη φορά έγινε η χρήση αυτού του ηχητικού οργάνου. Το όνομα είναι παράγωγο της λέξης campus (από την οποία παράγεται και η μεσαιωνική λέξη κάμπος).
~ Παρόμοια, επίσης, προέλευση έχει και το γλωσσικό δάνειο καμπάνια: προέρχεται από τη γαλλική campagne (= εκστρατεία, εξοχή), που προήλθε από την ιταλική campagna (= πεδιάδα), παράγωγο του λατινικού Campania.
καμπαρέ: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη cabaret, αυτή από την ολλανδική cambret και αυτή από τη λέξη camberette (= δωματιάκι). Η τελευταία προήλθε από τη λατινική camera ή camara (= δωμάτιο, αψίδα), που ανάγεται στην αρχαία λέξη η κάμαρα (= θόλος), βλ.λ.
κα(μ)παρντίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη gabardina, που προήλθε από συμφυρμό (ανάμειξη) των λέξεων gaban (από την αραβική qaba = ανδρικό πανωφόρι) και tabardina (από τη λέξη tabardo = επίσημος μανδύας).
καμπίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cabina, που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική capanna (= καλύβα).
~ Παρόμοια προέλευση έχει, επίσης, και το γλωσσικό δάνειο καμπινέ(ς), που προήλθε από τη γαλλική cabinet, αυτή από τη λέξη cabine (= δωματιάκι) και αυτή από τη λέξη cabane, που προέκυψε από τη λέξη capanna.
καμπριολέ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη cabriolet, που παράγεται από τη λέξη cabriole (= χορευτικό βήμα, χοροπήδημα), η οποία προήλθε από την ιταλική λέξη capriola. Αυτή είναι παράγωγο του ρήματος capriolare (= χοροπηδώ), το οποίο ανάγεται στη λατινική λέξη capreolus (= ζαρκάδι), που προήλθε από τη λέξη caper, γενική capris (= τράγος). Η ονομασία αυτή δόθηκε αρχικά στο είδος αυτοκινήτου που διακρίνεται για την ευκινησία του, ενώ στη συνέχεια κατέληξε να υποδηλώνει το «ανοιχτό», χωρίς οροφή, αυτοκίνητο.
κανακεύω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που προέρχεται από τη λέξη το κανάκιν (= καλόπιασμα), η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη η καναχή (= ήχος μουσικών οργάνων).
καναπές: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη canapé, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική canopeum, παράγωγο της λατινικής λέξης conopeum (= κουνουπιέρα). Αυτή προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κωνωπείον (= ανάκλιντρο με κουνουπιέρα), παράγωγο της αρχαίας λέξης ο κώνωψ, γενική του κώνωπος (= κουνούπι).
καναρίνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη canarin, που προήλθε από την ισπανική canario, η οποία προέκυψε από τη φράση Canarias (islas) = Κανάρια (νησιά), από τα οποία κατάγεται αυτό το είδος πτηνού. Η ονομασία των νησιών πιθανόν να προέρχεται από τη λατινική λέξη canis (= σκύλος), επειδή σύμφωνα με τους Ρωμαίους στα νησιά αυτά υπήρχαν πολλοί σκύλοι.
κανίβαλος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά cannibal, γαλλικά cannibale), που προήλθε από την ισπανική λέξη caníbal. Αυτή αποτελούσε ονομασία που δόθηκε στους ανθρωποφάγους κατοίκους νησιών στην Καραϊβική θάλασσα από τον Ιταλό εξερευνητή Χρ. Κολόμβο και προέρχεται από τη λέξη caribal, που ανάγεται στην ινδιάνικη λέξη carib (= γενναίος).
κάννη: προέρχεται από την αρχαία λέξη κάννη ή κάννα (= καλάμι), που έχει σημιτική προέλευση.
~ Από τη λέξη αυτή προήλθε η λατινική canna (= καλάμι), από τα παράγωγα της οποίας προέκυψαν αρκετές λέξεις, όπως α) η ελληνιστική κανάλιον (= δίαυλος, θαλάσσιο πέρασμα) μέσω της λατινικής canalis (= σωλήνα), β) η μεσαιωνική κανάτα μέσω της μεσαιων. λατινικής cannata, γ) η μεσαιωνική καν(ν)έλα μέσω της ιταλικής cannella, δ) η μεσαιωνική κανόνι μέσω της βενετικής canon και ε) η νεοελληνική κάνουλα μέσω της λατινικής cannula (= καλαμάκι).
~ Από τη λέξη κάννη, επίσης, προήλθε και η αρχαία λέξη ο κανών, αιτιατική τον κανόνα, που σήμαινε αρχικά «χάρακας» ενώ έπειτα και «πρότυπο».
καπετάνιος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη capetanio, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική capitaneus, παράγωγο της λατινική λέξης caput, γενική capitis (= κεφαλή). Ως μη πιθανή θεωρείται πλέον η παλαιότερη αναγωγή στη μεσαιωνική λέξη κατεπάνω, τίτλος αξιωματούχου (που παρετυμολογήθηκε από το κατά + επάνω), γιατί και αυτή προέρχεται από την ίδια βενετική λέξη.
καπηλεία: πρόκειται για αρχαία λέξη, η οποία προήλθε από το ρήμα καπηλεύω, που σήμαινε αρχικά «εμπορεύομαι» ενώ έπειτα «αισχροκερδώ», παράγωγο της λέξης κάπηλος, που σήμαινε αρχικά «μικρέμπορος, οινοπώλης» ενώ έπειτα «απατεώνας».
~ Από τη λέξη κάπηλος, επίσης, προήλθε και η νεοελληνική λέξη καπηλειό μέσω της αρχαίας καπηλείον (= μαγαζί, οινοπωλείο).
καπιταλισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά capitalism, γαλλικά capitalisme), που προήλθε από το λατινικό επίθετο capitalis (= κορυφαίος, κεφαλαιούχος), παράγωγο της λέξης caput, γενική capitis (= κεφάλι, κορυφή, κεφάλαιο).
καπουτσίνος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cappuccino, η οποία αρχικά υποδηλώνει το μοναχό του τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου. Παράγεται από τη λέξη cappuccio (= κουκούλα), που προήλθε από τη λατινική λέξη cappa (= κάλυμμα κεφαλιού). Η ονομασία που δόθηκε στο είδος αυτό του καφέ οφείλεται στην ομοιότητα που έχει το χρώμα του με το χαρακτηριστικό ανοιχτό καφέ χρώμα των ράσων που φορούν οι μοναχοί καπουτσίνοι.
καραγκιόζης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τουρκική kara-göz (= μαυρομάτης), σύνθετη από τις λέξεις kara (= μαύρος) και göz (= μάτι). Ο λαϊκός αυτός ήρωας του θεάτρου σκιών, εξάλλου, έχει καταγωγή από αντίστοιχο τουρκικό ήρωα, ο οποίος προήλθε σταδιακά από την παράδοση των θεάτρων σκιών της Άπω Ανατολής, δηλαδή της Ιάβας, της Ινδίας και της Κίνας.
καραδοκώ: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, με πιθανή αρχική σημασία «αναμένω κάτι προτείνοντας το κεφάλι για να έχω καλύτερη παρατήρηση», σύνθετο από τις λέξεις το κάρα (= κεφάλι) + -δοκώ (από το δέχομαι) ή δοκεύω (= παρατηρώ).
καραμέλα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη caramella, που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική caramellus (= μικρό καλάμι), παράγωγο της λατινικής calamus, που προέρχεται από την αρχαία λέξη ο κάλαμος. Η σημασιολογική αλλαγή της λέξης προέκυψε από την επίδραση της μεσαιων. λατινικής cannamella (= ζαχαροκάλαμο), που είναι σύνθετη από τις λατινικές canna (= καλάμι) + mel (= μέλι).
καραμπίνα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη carabina, που προήλθε από τη γαλλική carabine και αυτή από τη λέξη carabin, που σήμαινε «οπλισμένος ιππέας». Η τελευταία προέκυψε από τη λέξη escarabin (= νεκροθάφτης), που προέρχεται από τη λέξη escarbot (= κοπριά σκαθαριού), η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη scarabaeus (= σκαραβαίος), που ανάγεται στην αρχαία λέξη ο κάραβος (= καραβίδα).
καραμπόλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη carambole (= η κόκκινη μπάλα του μπιλιάρδου), που προήλθε από την ισπανική carambola και αυτή από τη μαλαισιακή λέξη carambil, καρπός δένδρου που μοιάζει με πορτοκάλι.
καραντίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη quarantina, που σημαίνει «απομόνωση σαράντα ημερών» για το πλήρωμα ενός πλοίου πριν την αποβίβασή του από αυτό. Η λέξη αυτή προήλθε από τη γαλλική λέξη quarantaine (= σαραντάδα), παράγωγο του αριθμητικού quarant (= σαράντα), που ανάγεται στο λατινικό quartus (= σαράντα).
καρδερίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cardellino, που παράγεται από τη νεολατινική λέξη carduelis, η οποία προήλθε από τη λατινική carduus (= γαϊδουράγκαθο). Αυτό το είδος πτηνού ονομάστηκε έτσι, επειδή το χρώμα των φτερών του μοιάζει με το χρώμα του άνθους του γαϊδουράγκαθου.
καρέκλα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη charegla. Αυτή προήλθε από την αρχαία βενετική cadegla, αυτή από τη λέξη cadegra και αυτή από τη λατινική cathedra, η οποία προέρχεται από την αρχαία λέξη καθέδρα, σύνθετη από τις λέξεις κατά ή καθ’ + έδρα.
καριοφίλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική φράση Carlo e figlio (= Κάρολος και υιός), φίρμα ιταλικού εργοστασίου όπλων, η οποία αναγραφόταν επάνω στα τουφέκια αυτά, τα οποία είχαν ευρεία χρήση κατά την επανάσταση του 1821.
καρμανιόλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική carmagnole, που δήλωνε αρχικά ένα είδος κοντού χιτώνιου που φορούσαν στη Γαλλία εργάτες από την ιταλική πόλη Carmagnola. Έπειτα, κατά τη Γαλλική Επανάσταση, το ρούχο αυτό υιοθετήθηκε ως ενδυμασία από τους Γάλλους επαναστάτες. Έγινε, μάλιστα, και τίτλος ενός διάσημου επαναστατικού τραγουδιού, το οποίο σταδιακά ταυτίστηκε με τις θανατικές εκτελέσεις που κυριαρχούσαν την εποχή αυτή με τη χρήση της λαιμητόμου ή γκιλοτίνας (βλ.λ.).
καρμ(ο)ίρης: προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *κάρμοιρος, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη καρίμοιρος (= κακόμοιρος μισθοφόρος), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις ο Καρ, γενική Καρός (= κάτοικος της Καρίας) + μοίρα. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την περιφρονητική στάση των αρχαίων Ελλήνων προς τους Κάρες της Μ. Ασίας, τους οποίους μεταχειρίζονταν ως δούλους (σε μεγάλη ποσότητα) ή ως μισθοφόρους (και μάλιστα σε μάχες που η έκβασή τους είχε ήδη κριθεί).
καρμπιρατέρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη carburateur, που προήλθε από τη λέξη carbure (= ανθρακούχος) και αυτή από τη λέξη carbone (= άνθρακας), που ανάγεται στη λατινική carbo, γενική carbonis (= κάρβουνο). Η ονομασία αυτής της συσκευής του αυτοκινήτου προέρχεται από τα εξαρτήματα άνθρακα που αυτή περιέχει.
καρναβάλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη carnaval, που προήλθε από την ιταλική λέξη carnevale, παράγωγο του ρήματος carnelevare (= αφαιρώ το κρέας). Το ρήμα αυτό είναι σύνθετο από τις λέξεις carne (= κρέας) + levare (= αφαιρώ), οι οποίες ανάγονται αντίστοιχα στις λατινικές caro, γενική carnis (= κρέας) και levο (= απομακρύνω).
κασκαντέρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη cascadeur, που προήλθε από τη λέξη cascade (= καταρράκτης). Αυτή προέκυψε από την ιταλική λέξη cascata (= πτώση), παράγωγο του ρήματος cascare (= πέφτω), που ανάγεται στη λατινική λέξη casus (= πτώση).
κασμίρι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη cashmere, που προήλθε από το ινδικό όνομα Kashmir (= Κασμίρ), περιοχή όπου εκτρέφεται είδος κατσικιών, από το μαλακό τρίχωμα των οποίων παράγεται αυτό το είδος υφάσματος.
κάστορας: προέρχεται από την αρχαία λέξη κάστωρ, αιτιατική κάστορα, που προήλθε από το όνομα Κάστωρ, ένας από τους δίδυμους ήρωες Διόσκουρους, προστάτης της μητρότητας. Η ονομασία αυτή προήλθε από το γεγονός ότι το ζώο αυτό εκδηλώνει ιδιαίτερα το μητρικό του φίλτρο προς τα παιδιά του.
καυδιανός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το λατινικό επίθετο Caudinus, παράγωγο της λέξης Caudium (= Καύδιο), όνομα ιταλικής πόλης.
«περνώ από καυδιανά δίκρανα»: φράση που αποτελεί μεταφορά στα ελληνικά της λατινικής φράσης caudinae furculae και σημαίνει «αποδέχομαι εξευτελιστικούς όρους συνθηκολόγησης», επειδή στην πόλη Καύδιο οι Σαμνίτες νίκησαν τους Ρωμαίους και στη συνέχεια υποχρέωσαν τους αιχμαλώτους να περάσουν ταπεινωτικά κάτω από τρία δόρατα τοποθετημένα σε σχήμα Π.
κατεργάρης: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που σήμαινε αρχικά «κωπηλάτης σε κάτεργο», ενώ έπειτα απέκτησε τη σημασία «πονηρός, πανούργος». Προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κάτεργον, που σήμαινε το «παροπλισμένο πλοίο για χρήση ως φυλακή καταδίκων» και προήλθε από το επίθετο κάτεργος (= καλλιεργημένος), σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις κατά + έργον.
καφές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη τουρκική λέξη kahve (= καφές), η οποία προήλθε είτε α) από την αραβική qahwah είτε β) από το αιθιοπικό όνομα Kaffa, επαρχία της Αιθιοπίας, όπου παράγεται καφές.
~ Από τη λέξη kahve προέρχεται και η τουρκική kahvehane (= καφενείο), από την οποία προήλθε η λέξη καφενές και από αυτή η λέξη καφενείο.
κέρασμα: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κεράννυμι, μέλλοντας κεράσω (= ανακατεύω οίνο με κρασί).
~ Παρόμοια, το μεσαιωνικό ρήμα κερνώ προήλθε από το αρχαίο ρήμα κιρνώ (= ανακατεύω οίνο με νερό). Τα ρήματα αυτά φανερώνουν την πάγια τακτική των αρχαίων Ελλήνων να αναμειγνύουν πάντοτε τον οίνο με νερό για να τον πιουν (βλ. και λ. κρασί).
κερκόπορτα: προέρχεται από τη μεσαιωνική ονομασία Κερκόπορτα, μικρή πύλη στο τείχος της Κων/πολης από την οποία εισήλθαν οι πολιορκητές Τούρκοι και κατέλαβαν την πόλη το 1453. Είναι λέξη σύνθετη πιθανόν από την αρχαία λέξη η κέρκος (= ουρά) + τη μεσαιωνική λέξη πόρτα, με την σημασία «πίσω πύλη, μικρή πόρτα».
κιάλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη λέξη οκκιάλι. Αυτή προήλθε από την ιταλική λέξη occhiali, πληθυντικός του επιθέτου occhiale (= οπτικός), παράγωγο της λέξης occhio (= μάτι), που ανάγεται στη λατινική λέξη oculus (= οφθαλμός).
κιλλίβαντας: προέρχεται από την αρχαία λέξη κιλλίβας, αιτιατική κιλλίβαντα (= τρίποδας, υποστήριγμα), σύνθετη από τις λέξεις κίλλος (= γάιδαρος) + βαίνω (= βαδίζω).
κίτρινος: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που σημαίνει «αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου». Προέρχεται από την ελληνιστική λέξη κίτρον, η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη citrus, είδος καρπού.
κλαμπ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη club (= ρόπαλο, αλλά και λέσχη), που προήλθε από τη λέξη clubbe και αυτή από την αρχαία σκανδιναβική λέξη klubba με τη σημασία «ρόπαλο».
κλασικός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λατινική φράση (scriptor) classicus, η οποία σημαίνει «(συγγραφέας) κλασικός», όπου το επίθετο classicus προήλθε από τη λέξη classis (= τάξη, κλάση), παράγωγο του ρήματος calo (= καλώ). Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τον Α. Gellius για να χαρακτηρίσει τους συγγραφείς της αρχαιότητας ως συγγραφείς πρώτης κατηγορίας.
κληρικός: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, η οποία απέκτησε στη μεσαιωνική εποχή τη σημασία «ιερωμένος». Προέρχεται από την αρχαία λέξη κλήρος, που σήμαινε αρχικά «τεμάχιο, κομμάτι» ενώ έπειτα «λαχνός», παράγωγο του ρήματος κλάω ή κλω (= σπάζω).
κοιτάζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σήμαινε «ξαπλώνω κάποιον στο κρεβάτι», ενώ στη μεσαιωνική εποχή απέκτησε τη σημασία «προσέχω, παρατηρώ». Το ρήμα αυτό προήλθε από τη λέξη κοίτη (= κρεβάτι), παράγωγο του ρήματος κείμαι (= ξαπλώνω, κείτομαι). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή του ρήματος οφείλεται στη συνήθεια των φρουρών της βυζαντινής εποχής να έχουν το κρεβάτι τους μέσα στο φυλάκιό τους.
~ Επίσης, από το ρήμα κοιτάζω προήλθε και η μεσαιωνική λέξη κοίτασμα, που σήμαινε αρχικά «κρεβάτι», ενώ στα νεοελληνικά απέκτησε τη σημασία «συσσώρευση ορυκτού» ως απόδοση ξένης λέξης (όπως αγγλικά deposit, γαλλικά gisement).
κόκκος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε κυρίως «κουκούτσι», αλλά και «ερυθρό χρώμα» καμωμένο από κόκκους του φυτού πρίνος.
~ Από την πρώτη σημασία της λέξης προήλθε α) η αρχαία λέξη ο κόκκαλος (= κουκούτσι, κουκουνάρι) και από αυτήν η μεσαιωνική το κόκκαλον (= οστό), αλλά και β) η ελληνιστική το κοκκίον και από αυτήν η μεσαιωνική το κουκκίν.
~ Από τη δεύτερη σημασία προέκυψε το ελληνιστικό επίθετο κόκκινος.
κοκτέιλ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη cocktail, που προήλθε πιθανόν από τη φράση cocktailed (horse), που σημαίνει «(άλογο) με ορθωμένη ουρά». Η μετοχή cocktailed είναι σύνθετη από τις λέξεις cock (= ορθώνω) + tail (= ουρά).
«κοκτέιλ μολότοφ»: προέρχεται από την αγγλική φράση coctail molotov, που δηλώνει την «αυτοσχέδια εμπρηστική βόμβα» και προέκυψε από το επίθετο και τη δράση του V. Molotov, Ρώσου επαναστάτη και πολιτικού (1890-1986).
κοκοφοίνικας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής φράσης coconut palm, που προέκυψε από την ισπανική λέξη coco και αυτή από την παρόμοια πορτογαλική coco (= γκριμάτσα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην αίσθηση μιας υποτυπώδους μορφής, ενός προσώπου, που φαίνεται σαν να σχηματίζουν οι τρεις βούλες που υπάρχουν πάνω στον καρπό αυτού του δένδρου.
κολλυβογράμματα: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *κολοβογράμματα (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης κόλλυβα), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις κολοβός (= κομμένος, ακρωτηριασμένος) + γράμμα.
κολόνια: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική φράση (eau de) Cologne, η οποία σημαίνει «(νερό της) Κολονίας», που προήλθε από το όνομα της γερμανικής πόλης Köln, ονομαστή για την παρασκευή αρωμάτων.
κόλπο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κόλπον, που προήλθε από την ιταλική colpo. Αυτή προέρχεται από τη λατινική λέξη colaphus, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη ο κόλαφος (= ράπισμα), παράγωγο πιθανόν του ρήματος κολάπτω (= χτυπώ).
κόμικς, κόμιξ: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη comics, που προήλθε από τη φράση comic s(trips), η οποία σημαίνει «κωμικές (σειρές)», δηλαδή σειρές διαφόρων ιστοριών με τη συνοδεία σκίτσων. Το επίθετο comic προέρχεται από το λατινικό επίθετο comicus και αυτό από το αρχαίο επίθετο κωμικός, παράγωγο της λέξης κώμος (βλ.λ. κωμωδία).
κομμουνισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά communism, γαλλικά communisme), που προήλθε από το λατινικό επίθετο communis (= κοινός), σύνθετο από τις λέξεις cum ή com- (= συν) + munus (= καθήκον, εξουσία).
κομπίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη combine, που προήλθε από τη λέξη combinaison (= συνδυασμός). Αυτή παράγεται από το ρήμα combiner (= συνδυάζω), σύνθετο από τις λατινικές λέξεις cum ή com- (= συν) + bis (= δύο φορές).
~ Από τη λέξη combinaison, επίσης, προέρχεται και η λέξη κομπινεζόν.
κομπιούτερ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη computer (= υπολογιστής), παράγωγο του ρήματος compute (= υπολογίζω). Αυτό προήλθε από το λατινικό ρήμα computo (= συλλογίζομαι), σύνθετο από τις λέξεις cum ή com- (= συν) + puto (= σκέφτομαι, νομίζω).
κονιάκ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη cognac και αυτή από το όνομα Cognac, πόλη της Γαλλίας, όπου παράγεται αυτό το είδος ποτού. Η ονομασία της πόλης προήλθε από το λατινικό της όνομα Compiniacum.
κοντός: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που προήλθε από την αρχαία λέξη κοντός (= κοντάρι), επειδή στην αρχαιότητα το κοντάρι ήταν μικρότερο σε μήκος από το δόρυ.
~ Από την αρχαία λέξη κοντός προέρχεται και η μεσαιωνική λέξη ο κόνταξ, γενική του κόντακος, που δήλωνε το κυλινδρικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλιγόταν ο πάπυρος, ενώ από αυτήν προέκυψε η λέξη κοντάκιον (είδος εκκλησιαστικού ύμνου).
κοπέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κοπέλα (= υπηρέτρια, ψυχοκόρη), που προήλθε από τη λέξη ο κόπελος (= υπηρέτης, γκαρσόνι ταβέρνας). Αυτή προέκυψε από την ιταλική λέξη copelo, η οποία ανάγεται στη λατινική copo ή caupo (= ταβερνιάρης, έμπορος).
κορδώνομαι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από το ρήμα κορδώνω (= τεντώνω τη χορδή), παράγωγο της μεσαιωνικής λέξης η κόρδα. Αυτή προήλθε από την ιταλική corda και αυτή από τη λατινική c(h)orda, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη χορδή.
~ Από τη λέξη corda, επίσης, προέρχεται α) μέσω της λέξης cordella η μεσαιωνική λέξη κορδέλα και β) η νεοελληνική κορδόνι μέσω της λέξης cordone.
κορνίζα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη cornise, που προήλθε από τη λατινική cornix (= κοράκι) και αυτή από την αρχαία λέξη κορώνη, η οποία σήμαινε αρχικά «κουρούνα» ενώ έπειτα και «άγκιστρο, γάντζος πόρτας, άκρη τόξου».
κορόιδο: προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *κουρόγιδο, δηλαδή «κουρεμένο γίδι», σύνθετη από τις λέξεις η κουρά (= κούρεμα) + γίδι. Η λέξη αυτή χαρακτήριζε αρχικά τη γυναίκα εκείνη που έγινε αντικείμενο διαπόμπευσης και υπέστη ταπεινωτικό κούρεμα των μαλλιών της.
κορυδαλλός: προέρχεται από την αρχαία λέξη κορυδαλ(λ)ός, που παράγεται από τη λέξη κόρυδος, η οποία προήλθε από τη λέξη η κόρυς, γενική της κόρυθος (= περικεφαλαία). Η ονομασία αυτού του πτηνού οφείλεται στο χαρακτηριστικό λοφίο που έχει στο κεφάλι του και το οποίο θυμίζει έντονα λοφίο περικεφαλαίας.
κόσμημα: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα κοσμώ, παράγωγο της λέξης κόσμος. Η λέξη κόσμος σήμαινε αρχικά «τάξη, αρμονία», ενώ έπειτα «στολίδι», αλλά και «η πλάση, το σύμπαν», λόγω της αρμονίας που διέπει την οικουμένη, ενώ συμπεριέλεβε ειδικότερα και την έννοια «οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα».
κοστούμι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη costume (= έθιμο, ειδική ενδυμασία), που προήλθε από τη λατινική consuetudo (= συνήθεια). Η λέξη αυτή είναι παράγωγο της μετοχής consuetus του ρήματος consuesco (= συνηθίζω), σύνθετο από τις λέξεις cum ή con- (= συν) + suesco (= εθίζομαι).
κρουασάν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη croissant (= αυξανόμενος, η σελήνη σε αύξουσα φάση, μισοφέγγαρο), που προήλθε από τη μετοχή του ρήματος croître (= γεννιέμαι, αυξάνω), το οποίο ανάγεται στο λατινικό ρήμα cresco (= αυξάνω). Η ονομασία αυτή αποτελεί απόδοση στα γαλλικά της γερμανικής λέξης Hörnchen (= μικρό κέρατο), είδος αρτοσκεύασματος σε σχήμα μισοφέγγαρου που επινοήθηκε στη Βιέννη σε ανάμνηση της νίκης των Αυστριακών εναντίον των πολιορκητών Τούρκων το 1689, επειδή οι τελευταίοι είχαν ως έμβλημα την ημισέληνο.
κουβέντα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη λέξη κομβέντος, η οποία προήλθε από τη λατινική conventus (= συνέλευση). Αυτή είναι παράγωγο του ρήματος convenio (= συνέρχομαι), σύνθετο από τις λέξεις cum ή con- (= συν) + venio (= έρχομαι)
κουβέρτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη coverta και αυτή από τη μετοχή coopertus του λατινικού ρήματος cooperio (= καλύπτω), σύνθετο από τις λέξεις cum ή co- (= συν) + operio (= σκεπάζω).
κουζίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη cusina, αυτή από την ιταλική cucina και αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική cocina. Η τελευταία προέκυψε από τη λατινική λέξη coquina (= μαγειρείο), που προήλθε από το θηλυκό του επιθέτου coquinus (= μαγειρικός), παράγωγο του ρήματος coquo (= μαγειρεύω, ψήνω).
κουμπάρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη compare, που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική compater, σύνθετη από τις λατινικές λέξεις cum ή com- (= συν) + pater (= πατέρας).
κουνιάδος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη βενετική λέξη cognado, αυτή από την ιταλική cognato και αυτή από το λατινικό επίθετο cognatus (= συγγενής), σύνθετη από τις λέξεις cum ή con- (= συν) + nascor (= γεννιέμαι, γίνομαι).
κουραμάνα: πρόκειται για νεοελληνική λέξη για την οποία υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) γλωσσικό δάνειο από το γαλλικό επίρρημα couramment (= τροχάδην), που προέρχεται από το ρήμα courir (= τρέχω), το οποίο ανάγεται στο λατινικό curro (= τρέχω). Το επίρρημα αυτό συσχετίστηκε λανθασμένα με αυτό το είδος του ψωμιού, επειδή αποτελούσε παλαιότερα το τυπικό πρόσταγμα Γάλλων εκπαιδευτών σε Έλληνες φαντάρους κατά τη διανομή του συσσίτιου. 2) σύνθετη από τις λέξεις κούρα (από τη λέξη κόρα) + μάνα (με την έννοια «πηγή αφθονίας»).
κούρσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη γαλλική course ή την ιταλική corsa, που προήλθαν από τη λατινική λέξη cursus (= δρόμος), παράγωγο του ρήματος curro (= τρέχω).
~ Από τη λέξη cursus, επίσης, προέρχεται η μεσαιωνική λατινική cursarius, από αυτήν η ιταλική λέξη corsaro (= πειρατής) και από αυτήν η μεσαιωνική λέξη κουρσάρος.
κουτσαβάκης: προέρχεται από το επίθετο Κουτσαβάκης, Αθηναίος παλληκαράς στις αρχές του 20ου αι., το ντύσιμο και το βάδισμα του οποίου είχε γίνει μόδα στον υπόκοσμο της εποχής αυτής.
κρασί: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη κρασί(ν), αυτή από τη λέξη κρασίον και αυτή από τη λέξη κράσιον. Η τελευταία προήλθε από την αρχαία φράση κράσις (οίνου), που σήμαινε «ανάμειξη (οίνου)», επειδή οι αρχαίοι Έλληνες αναμείγνυαν πάντοτε τον οίνο με νερό για να τον πιουν (βλ.λ. κέρασμα, κερνώ).
κρέμα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη crema (= καϊμάκι), που προήλθε από την αρχαία γαλλική cresme. Αυτή προέκυψε από τη λατινική chrisma, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη το χρίσμα (= υλικό επάλειψης), παράγωγο του ρήματος χρίω (= αλείφω).
κροκόδειλος: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από λανθασμένη γραφή της αρχαίας λέξης κροκόδιλος ή κορκόδιλος, που ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *κροκόδριλος, σύνθετη από τις λέξεις κρόκη (= βότσαλο) + δρίλος (= σκουλήκι).
κροταλίας: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως γαλλικά crotale), η οποία προήλθε από τη λατινική crotalum, που ανάγεται στην αρχαία λέξη κρόταλον, παράγωγο του ρήματος κροτώ (= χτυπώ με θόρυβο). Ονομάστηκε έτσι, επειδή αυτό το είδος φιδιού διαθέτει κεράτινες αρθρώσεις στην ουρά του, οι οποίες κροταλίζουν όταν κινείται.
κρουπιέρης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, σημαίνει «υπάλληλος καζίνου» και προέρχεται από τη γαλλική λέξη croupier, η οποία σήμαινε αρχικά «αυτός που κάθεται πίσω από τον ιππέα στα καπούλια του αλόγου», ενώ έπειτα «συνέταιρος, συμπαίκτης» και προήλθε από τη λέξη croupe (= καπούλια).
κτήριο, κτίριο: (η γραφή με ι από παρετυμολογική επίδραση του αρχαίου ρήματος κτίζω) λέξη για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές προέλευσης: 1) από την ελληνιστική λέξη ευκτήριον, που προήλθε από τη φράση ευκτήριος (οίκος), που σημαίνει «(οίκος) προσευχής», όπου το επίθετο ευκτήριος παράγεται από το αρχαίο ρήμα εύχομαι. 2) από την (αμάρτυρη) λέξη *οικτήριον, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη οικητήριον (= κατοικία) και αυτή από το αρχαίο ρήμα οικώ, παράγωγο της λέξης οίκος.
κύβος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που έχει πιθανόν λυδική προέλευση,.
«ο κύβος ερρίφθη»: φράση που αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της λατινικής φράσης «alea jacta est», δηλαδή «το ζάρι ρίφθηκε» και σημαίνει κατ’ επέκταση «η απόφαση είναι καθοριστική και αμετάκλητη». Τη φράση αυτή λέγεται πως αναφώνησε ο Ιούλιος Καίσαρας το 49 π.Χ. κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με τον αντίπαλό του Πομπήιο, όταν αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη Ρώμη περνώντας τον ποταμό Ρουβίκωνα μαζί με το στρατό του. Ο ποταμός αυτός αποτελούσε το βόρειο σύνορο της Ιταλίας και σύμφωνα με το νόμο ο Καίσαρας έπρεπε να τον περάσει χωρίς στρατό.
κύκνος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *keuk- (= λάμπω).
«κύκνειο άσμα»: φράση που υποδηλώνει «το τελευταίο πνευματικό έργο» ενός καλλιτέχνη και προέρχεται από την παράδοση ότι το πτηνό αυτό όταν διαισθάνεται το θάνατό του κελαηδάει για τελευταία φορά με έναν ιδιαίτερα γλυκό τρόπο.
κυνηγώ: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, το οποίο προέρχεται από τη λέξη κυνηγός, που σήμαινε αρχικά «αυτός που οδηγεί τα σκυλιά» ενώ έπειτα «θηρευτής» και είναι σύνθετη από τις λέξεις ο κύων, γενική του κυνός (= σκύλος) + άγω (= οδηγώ).
κυνικός: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «σκυλίσιος» και παράγεται από τη λέξη ο κύων, γενική του κυνός (= σκύλος).
«κυνικός φιλόσοφος»: ο οπαδός της Κυνικής Σχολής, φιλοσοφικής σχολής που ίδρυσε ο Αντισθένης, η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή ο ιδρυτής της δίδασκε στο γυμναστήριο «Κυνόσαργες» αλλά και λόγω της γεμάτης από στερήσεις ζωής που εφάρμοζε ο ίδιος στο βίο του (πβ. σκυλίσια ζωή).
κωμωδία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από τη λέξη κωμωδός (= ποιητής κωμωδιών), σύνθετη από τις λέξεις κώμος (= παρέα νεαρών που γλεντούν, γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου) + ωδή (= τραγούδι) (βλ. και λ. τραγούδι - τραγωδία).