Λ

λαγωνικό: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, η οποία προήλθε από την αρχαία φράση λακωνικός (κύων), η οποία σημαίνει «(σκύλος) από τη Λακωνία» (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης λαγός).
λαίδη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη lady, η οποία προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική ladi(e). Αυτή προέκυψε από τη λέξη lavedi και αυτή από την αρχαία αγγλική hlaefdige (= ζυμώτρια ψωμιού), σύνθετη από τις λέξεις hlaf (= ψωμί) + daege (= ζυμωτής). Η αρχική σημασία της λέξης λαίδη ήταν «η επί κεφαλής του υπηρετικού προσωπικού», ενώ αργότερα κατέληξε με τη σημασία «οικοδέσποινα» (βλ. και λ. λόρδος).
λακωνίζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σήμαινε «μιμούμαι τους Λάκωνες», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε την έννοια «μιλώ με συντομία και περιεκτικά όπως οι Λάκωνες». Είναι παράγωγο του ονόματος ο Λάκων, γενική του Λάκωνος.
~ Παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη είχε και η αρχαία λέξη λακωνισμός, που σήμαινε «μίμηση της ζωής των Λακώνων», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε την έννοια «σύντομη και περιεκτική διατύπωση μιας σκέψης».
λαμαρίνα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη lamarin και αυτή από την ιταλική lamiera (= έλασμα). Η τελευταία προήλθε από τη λατινική λέξη lamella και αυτή από τη λέξη lam(i)na, που ανάγεται στην αρχαία μετοχή ελαμένη του ρήματος ελαύνω (= προχωρώ, κτυπώ, σφυρηλατώ).
λαμπίκος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λαμπίκος, που σημαίνει «αποστακτήρας» (με παρετυμολογική επίδραση του ρήματος λάμπω). Αυτή προήλθε από την ιταλική λέξη lambicco και αυτή από την αραβική al-ambiq, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη ο άμβιξ, γενική άμβικος ή άμβυξ, γενική άμβυκος (= αποστακτήρας).
λάστιχο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από το ιταλικό επίθετο elastico, το οποίο παράγεται από το λατινικό επίθετο elasticus και αυτό από το ελληνιστικό ελαστός, παράγωγο του αρχαίου ρήματος ελαύνω (= προχωρώ, φθάνω μέχρι).
λατέρνα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη lanterna, που προήλθε από τη λατινική la(n)terna (= λυχνάρι), η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη ο λαμπτήρ, γενική λαμπτήρος (= λαμπάδα), παράγωγο του ρήματος λάμπω.
λατρεύω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, το οποίο σήμαινε αρχικά «υπηρετώ ως μισθωτός ή δούλος», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «υπηρετώ το θεό». Το ρήμα αυτό είναι παράγωγο της λέξης το λάτρον (= μισθός).
~ Από το ρήμα λατρεύω με τη σημασία «φροντίζω» προέρχεται και η νεοελληνική λέξη η λάτρα (= περιποίηση του σπιτιού).
λαχανιάζω: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *αναχανιάζω, που προέρχεται από το ρήμα αναχάνω και αυτό από το αρχαίο ρήμα αναχαίνω ή αναχάσκω (= ανοίγω το στόμα), σύνθετο από τις λέξεις ανά + χαίνω ή χάσκω.
λαχταρώ: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προήλθε από το ρήμα λακταρίζω και αυτό από το αρχαίο ρήμα λακτίζω (= κλοτσώ), παράγωγο του επιρρήματος λάξ (= με κλοτσιές).
λεβέντης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την τουρκική λέξη levend, η οποία προήλθε από την ιταλική leventi, που σημαίνει «οι Λεβέντες, σώμα ναυτών πυροβολητών, πειρατές της Ανατολής». Η τελευταία είναι παράγωγο της λέξης levante (= ανατολή), η οποία προήλθε από τη γαλλική lavant (= ανατολή), παράγωγο του ρήματος lever (= σηκώνω, ανατέλλω), που ανάγεται στο λατινικό ρήμα levo (= σηκώνω, λούζω).
~ Από την λέξη levante, επίσης, προέρχεται και η μεσαιωνική λέξη ο λεβάντες (= ανατολικός άνεμος).
λέιζερ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη laser, η οποία προήλθε από τα αρχικά L.A.S.E.R. της φράσης L(ight) A(mplification by) S(timulated) E(mission of) R(adiation), που σημαίνει «ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας».
λειτουργώ: προέρχεται από το αρχαίο ρήμα λειτουργώ ή ληιτουργώ, που σημαίνει «εκτελώ δημόσια υπηρεσία» και ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *ληιτοεργώ. Αυτή παράγεται από τη φράση λήιτα έργα (= δημόσια έργα), ενώ το επίθετο λήιτα προέρχεται από τη λέξη λήιον, που σημαίνει «βουλευτήριο».
λέσχη: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «υπνωτήριο», ενώ έπειτα «τόπος συγκέντρωσης και συνομιλίας, εντευκτήριο». Προέρχεται από το ρήμα λέχομαι (= ξαπλώνω), παράγωγο της λέξης το λέχος (= κρεβάτι), βλ. και λ. λεχώνα, λοχαγός, λοχεία.
λεχώνα: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, προέρχεται από την αρχαία λέξη η λεχώ, γενική της λεχούς, η οποία προήλθε από τη λέξη το λέχος (= κρεβάτι), βλ. και λ. λέσχη, λοχαγός, λοχεία.
λεωφόρος: προέρχεται από την αρχαία λέξη λεωφόρος ή λαοφόρος, σύνθετο από τις λέξεις λεώς ή λαός + φέρω.
λιλιπούτ(ε)ιος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το αγγλικό επίθετο lilliputian, που παράγεται από το όνομα Lilliput, φανταστική χώρα με μικροσκοπικούς κατοίκους, πλασμένη από τον Ιρλανδό συγγραφέα J. Swift, στο έργο του «Τα ταξίδια του Γκιούλλιβερ».
λιμουζίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη limousine, η οποία προήλθε από το όνομα Limousin, γαλλική επαρχία, όπου υπήρχε εργοστάσιο παραγωγής πολυτελών αυτοκινήτων.
λιντσάρω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το αγγλο-αμερικανικό ρήμα lynch, το οποίο παράγεται από τη φράση lynch (law), που σημαίνει «(νόμος του) Λυντς» και προήλθε από το όνομα του Αμερικανού δικαστή W. Lynch, ο οποίος προήδρευε σε παράνομα λαϊκά δικαστήρια.
λόμπι, λόμπυ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη lobby, που σημαίνει «προθάλαμος κτιρίου, διάδρομος βουλής» και προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική λέξη lobbium ή lobia (= σκεπαστός δρόμος). Η σημασία της λέξης «παρασκηνιακή πολιτική ομάδα» προέκυψε από τη συνήθη πρακτική διαφόρων οργανωμένων ομάδων που συγκεντρώνονταν στον προθάλαμο της αγγλικής βουλής με σκοπό να δράσουν παρασκηνιακά.
λόρδος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη lord (= κύριος), που προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική loverd. Αυτή προέκυψε από την αρχαία αγγλική hlaford (= φύλακας ψωμιού), σύνθετη από τις λέξεις hlaf (= ψωμί) + weard (= φύλακας). Η αρχική σημασία της λέξης λόρδος ήταν «επί κεφαλής του υπηρετικού προσωπικού», ενώ αργότερα κατέληξε με τη σημασία «οικοδεσπότης» (βλ. και λ. λαίδη).
λοστρόμος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη nostromo (= ναύκληρος), που προήλθε από την ισπανική nostramo και αυτή από τη λέξη nuestramo. Η τελευταία είναι σύνθετη από τις λέξεις nuestro (= δικός μας) + amo (= αφεντικό), που ανάγονται αντίστοιχα στις λατινικές noster (= δικός μας) και amma (= μαμά).
λούης: λέξη που χρησιμοποιείται στη φράση «έγινε λούης», η οποία σημαίνει «έγινε καπνός, εξαφανίστηκε τρέχοντας γρήγορα». Προέρχεται από το επώνυμο (Σπύρος) Λούης, διάσημος πρωταθλητής στο μαραθώνιο δρόμο κατά τους πρώτους νεότερους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896.
λουκάνικο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λουκάνικον, που προήλθε από τη λατινική lucanicum (είδος αλλαντικού). Αυτή παράγεται από το επίθετο lucanicus, που δηλώνει αυτόν που προέρχεται από τη Lucania, πόλη της Ιταλίας, όπου παρασκεύαζαν αλλαντικά.
λουκούλλειος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το όνομα Λούκουλλος και αυτό από το λατινικό Lucullus, Ρωμαίος στρατηγός, ονομαστός για τα πολυδάπανα γεύματα που διοργάνωνε.
λούνα παρκ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική φράση luna-park, ονομασία χώρου αναψυχής στο προάστειο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, σύνθετη από τη λατινική λέξη luna (= φεγγάρι) + αγγλική λέξη park (= πάρκο).
λούστρο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική lustro (= λάμψη), που προήλθε από το λατινικό ρήμα lustro (= καθαρίζω) και αυτό από το ρήμα luco (= φωτίζω), παράγωγο της λέξης lux, γενική lucis (= φως).
λοχαγός: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σημαίνει «αυτός που οδηγεί το λόχο» και είναι σύνθετη από τις λέξεις λόχος + άγω (= οδηγώ). Η λέξη λόχος, που σήμαινε αρχικά «τόπος όπου περιμένει κανείς ξαπλωμένος», ενώ έπειτα «τόπος ενέδρας, στρατιωτικό σώμα ενεδρευόντων», προέρχεται από το ρήμα λέχομαι (= ξαπλώνω), παράγωγο της λέξης το λέχος (= κρεβάτι).
~ Επίσης, από τη λέξη λόχος με την αρχική της σημασία προήλθε και η αρχαία λέξη λοχεία (= η κατάσταση της λεχώνας) μέσω του ρήματος λοχεύω (= είμαι λεχώνα), βλ. και λ. λεχώνα, λέσχη.
λύδιος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από το όνομα Λυδία, χώρα της Μ. Ασίας.
«λυδία λίθος»: αρχαία φράση για το είδος πέτρας που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Λυδία και χρησίμευε στον έλεγχο της καθαρότητας του χρυσού ή του αργύρου (βλ. και λ. βάσανος).
λυθρίνι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη λυθρίνιν, που ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *ερυθρίνιον, η οποία παράγεται από την αρχαία λέξη ερυθρίνος, ονομασία που οφείλεται στο χαρακτηριστικό ερυθρό χρώμα που έχει αυτό το είδος ψαριού.
λύκειο: προέρχεται από την αρχαία λέξη Λύκειον, ονομασία γυμναστηρίου της Αθήνας, όπου δίδασκε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, το οποίο βρισκόταν κοντά σε ομώνυμο ιερό. Το ιερό Λύκειον ήταν αφιερωμένο στο Λύκειο Απόλλωνα, προσωνυμία που πιθανόν προήλθε από λέξη που σχετίζεται με τη λατρεία αυτού του θεού, δηλαδή είτε α) από το όνομα Λυκία, χώρα της Μ. Ασίας, είτε β) από τη λέξη λύκος είτε γ) από τη λέξη λύκη (= χάραμα).
λωποδύτης: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε «κλέφτης ρούχων σε δημόσια λουτρά», σύνθετη από τις λέξεις η λώπη ή ο λώπος (= ένδυμα) + δύω (= βουτώ).