Π

παγανισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά paganism, γαλλικά paganisme), που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική paganismus (= ειδωλολατρία). Αυτή προέρχεται από τη λατινική λέξη paganus (= χωρικός), παράγωγο της λέξης pagus (= χωριό). Η λέξη paganus απέκτησε τη σημασία «ειδωλολάτρης» μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επειδή η ειδωλολατρία διατηρήθηκε κυρίως στα χωριά.
~ Από τη λέξη paganus προέρχεται η ελληνιστική λέξη παγανός (= χωρικός), από την οποία προήλθε πιθανόν η μεσαιωνική λέξη παγάνα (= ομαδικό κυνήγι αγρίων ζώων) και από αυτήν η νεοελληνική λέξη παγανιά.
παιδεύω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που προέρχεται από τη λέξη ο παις, γενική του παιδός. Αρχικά σήμαινε «εκπαιδεύω, ανατρέφω παιδί, σωφρονίζω», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «βασανίζω, ταλαιπωρώ» λόγω της χρήση πειθαρχικών μέτρων που συνήθως λαμβάνονται κατά την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών.
~ Επίσης, από τη λέξη παις προέρχεται και το αρχαίο ρήμα παίζω, από το οποίο προήλθε η αρχαία λέξη παίγνιον, ενώ από το υποκοριστικό της παιγνίδιον προέκυψε έπειτα η νεοελληνική λέξη παιχνίδι.
πακτωλός: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Πακτωλός, ποταμός στη Λυδία της Μ. Ασίας, η κοίτη του οποίου περιείχε ψήγματα χρυσού.
παλικάρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη παλληκάριον, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη ο πάλληξ, γενική του πάλληκος, που σημαίνει «το παιδί που πρόκειται να γίνει έφηβος» και είναι παράγωγο της λέξης η παλλακή (= νεαρή γυναίκα).
παλινωδία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα παλινωδώ, σύνθετο από τις λέξεις πάλιν + ωδή (= τραγούδι). Η πρώτη χρήση αυτής της λέξης ανάγεται στην ωδή «Παλινωδία» του ποιητή Στησίχορου, στην οποία ανακαλούσε όσες κατηγορίες εναντίον της ωραίας Ελένης είχε προηγουμένως αναφέρει.
παμπ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη pub, που προήλθε από τη φράση public (house), που σημαίνει «δημόσιο (οίκημα)». Το επίθετο public ανάγεται στο λατινικό επίθετο publicus (= δημόσιος), παράγωγο της λέξης populus (= λαός, δήμος).
πανηγύρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη πανηγύριον, που προήλθε από την αρχαία λέξη η πανήγυρις, σύνθετη από τις λέξεις παν- + άγυρις (= συγκέντρωση, αγορά). Οι λέξεις αυτές παράγονται αντίστοιχα από το ουδέτερο παν της αντωνυμίας πας (γενική παντός) και το ρήμα αγείρω (= συγκεντρώνω).
~ Σύνθετες από την αντωνυμία πας είναι και οι αρχαίες λέξεις: 1) το επίθετο πανακής (από το παν- + το άκος = θεραπεία), από το οποίο παράγεται η λέξη πανάκεια (= φάρμακο για όλες τις ασθένειες). 2) η λέξη πανδαισία (από το παν- + δαίτη (= γεύμα). 3) το επίθετο πανούργος, που προήλθε από τη φράση παν έργον (ποιών).
πανί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη ελληνιστική λέξη ο πάν(ν)ος, η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη pannus (= κομμάτι υφάσματος, υφασμάτινη λωρίδα).
πανίδα: προέρχεται από το αρχαίο όνομα ο Παν, γενική του Πανός, θεός των ορέων και των δασών. Η λέξη πανίδα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης fauna, που προήλθε από το λατινικό όνομα Faunus (= Φαύνος), ρωμαϊκός θεός αντίστοιχος του θεού Πάνα.
πανικός: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πανικός (φόβος), που προήλθε από το αρχαίο όνομα ο Παν, γενική του Πανός, θεός των ορέων και των δασών, ο οποίος πιστευόταν ότι προκαλούσε ταραχή στα κοπάδια.
πανούκλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική panucula (= η ασθένεια πανώλης), παράγωγο της λατινικής λέξης panus (= πρήξιμο).
πανσές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη pensée (= σκέψη), παράγωγο του ρήματος penser (= σκέφτομαι), που ανάγεται στο λατινικό ρήμα penso (= ζυγοσταθμίζω, σκέφτομαι). Ονομάστηκε έτσι, επειδή το λουλούδι αυτό είχε συνδεθεί γενικά με τις ευχάριστες σκέψεις.
παντελόνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λέξη πανταλόνι, που προήλθε από την ιταλική λέξη pantaloni και αυτή από το όνομα Pantalone, ήρωας της ιταλικής κωμωδίας του 17ου αι., ο οποίος φορούσε φαρδιές περισκελίδες.
παντεσπάνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη pandispanya, η οποία προήλθε από την ιταλική φράση pan di Spagna, που σημαίνει «ψωμί της Ισπανίας», ενώ οι λέξεις της ανάγονται στις λατινικές pannis (= ψωμί), de (= από) και Hispania (= Ισπανία).
παντόφλα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη pantofola, που προήλθε από τη μεσαιωνική (αμάρτυρη) λέξη *παντόφελλος (= όλος από φελλό), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις παντός (γενική της αντωνυμίας πας) + φελλός.
~ Από τη λέξη pantofola προέρχεται η γαλλική pantoufle, από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη παντούφλα.
παντρεύω: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα υπανδρεύω, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο η ύπανδρος (γυνή), σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις υπό + ανήρ, γενική ανδρός. Το ρήμα αυτό, επομένως, αναφέρεται ουσιαστικά σε γυναίκες, ενώ καταλληλότερο για τον άνδρα φαίνεται το ρήμα νυμφεύομαι, που προέρχεται από τη λέξη νύμφη.
παξιμάδι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη (α)παξιμάδιον, που προήλθε από την ελληνιστική παξαμάδιον, αυτή από τη λέξη παξαμάς και αυτή από το όνομα Πάξαμος, μάγειρος και συγγραφέας μαγειρικής κατά τον 1ου αι. μ.Χ.
παπαγάλος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη pappagallo (με την επίδραση της λέξης gallo = κόκκορας), που προήλθε από την αραβική λέξη bab(b)aga.
παπαράτσι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη paparazzo, που προήλθε από το όνομα Paparazzo, φιλοχρήματος φωτορεπόρτερ στην ταινία “Dolce vita” του Ιταλού σκηνοθέτη F. Fellini.
παπι(γι)όν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη papillon (= πεταλούδα), που προήλθε από τη λατινική λέξη papilio, γενική papilionis (= πεταλούδα).
πάπυρος: πρόκειται για αρχαία λέξη, προέρχεται πιθανόν από την αιγυπτιακή λέξη pa-p-ouro, που σημαίνει «αυτός που ανήκει στο βασιλιά», επειδή η πώληση του παπύρου εκείνη την εποχή στην Αίγυπτο αποτελούσε μονοπώλιο του Φαραώ.
παραφίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη paraffin, σύνθετη από τις λατινικές λέξεις parum (= λίγο) + affinis (= συγγενής εξ αγχιστείας). Η ουσία αυτή ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι δύσκολο να εντοπιστεί η συγγένειά της με άλλη χημική ουσία.
παρέα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη pareja, που προήλθε από το επίθετο parejo (= όμοιος), το οποίο παράγεται από τη λέξη par (= ίδιος), που ανάγεται στο λατινικό επίθετο par, γενική paris (= ίσος, ίδιος).
πάρθιος: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που προέρχεται από την αρχαία λέξη οι Πάρθοι, λαός της Κασπίας θάλασσας.
«πάρθιο βέλος»: φράση που σημαίνει «ύπουλο χτύπημα» και προέρχεται από την τακτική των Πάρθων ιππέων, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της μάχης προσποιούνταν αρχικά υποχώρηση ενώ κατόπιν έκαναν ξαφνική μεταβολή και τόξευαν απρόσμενα τους εχθρούς τους.
παρίας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ινδική λέξη paraiyan, που σήμαινε αρχικά «τυμπανιστής», ενώ έπειτα «μέλος κατώτερης κάστας» και προήλθε από τη λέξη parai (= τύμπανο). Η ονομασία αυτή προέρχεται από την υποχρέωση της κατώτερης κάστας να διαθέτει τα μέλη της ως τυμπανιστές στις διάφορες ινδικές γιορτές.
πάρκινσον: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το επώνυμο του Άγγλου γιατρού J. Parkinson, ο οποίος περιέγραψε το 1817 την ασθένεια αυτή.
πασαλείφω: προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *πισσαλείφω, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις πίσσα + αλείφω.
Πάσχα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από την αραμαϊκή pascha, η οποία προήλθε από την εβραϊκή λέξη pesah (= πέρασμα), σημαντική εορτή των Εβραίων σε ανάμνηση της διάσωσής τους από την Αίγυπτο με το θαυματουργικό πέρασμά τους μέσα από την Ερυθρά θάλασσα.
πατέντα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη patenta, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική φράση (littera) patens, που σημαίνει «(επιστολή) ανοικτή», δηλαδή βασιλική επιστολή που παρείχε προνόμια στον κάτοχό της, και προέρχεται από τη μετοχή patens του λατινικού ρήματος pateo (= είμαι ανοικτός).
πατερίτσα: πρόκειται για νεοελληνική λέξη, για την οποία υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) από τη μεσαιωνική λέξη η πατέρα, που προήλθε από τη λέξη πατερόν (= δοκάρι πατώματος) και αυτή από την αρχαία λέξη πάτος. 2) από την (αμάρτυρη) λέξη *πατερίκα, που προήλθε από τη φράση πατερική (ράβδος), όπου το μεσαιωνικό επίθετο πατερικός είναι παράγωγο της αρχαία λέξης πατήρ, γενική πατρός.
πατσαβούρα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική spazza(d)ura, που προήλθε από το ρήμα spazzare (= αδειάζω, σκουπίζω), το οποίο ανάγεται στη λατινική λέξη spatium (= κενός χώρος, διάστημα).
πειρατής: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πειρώ (= προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ), παράγωγο της λέξης πείρα (= δοκιμή, επιχείρηση, απόπειρα).
πελεκάνος: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο πελεκάν, γενική του πελεκάνος, που προήλθε από τη λέξη ο πέλεκυς (= τσεκούρι), επειδή αυτό το πτηνό χτυπά το ράμφος του με χαρακτηριστικό τρόπο και θόρυβο όπως το τσεκούρι.
πεμπτουσία: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πέμπτη ουσία, που δήλωνε την ουσία «αιθέρας», η οποία προστέθηκε από το φιλόσοφο Αριστοτέλη ως το πέμπτο στοιχείο της φύσης μετά τα τέσσερα γνωστά για την εποχή πρωταρχικά στοιχεία της (γη, νερό, φωτιά, αέρας).
πεμπτοφαλαγγίτης: προέρχεται από τη φράση πέμπτη φάλαγγα, η οποία αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της ισπανικής φράσης quinta columna. Η φράση αυτή πιθανόν ειπώθηκε κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο από ένα στρατηγό, που ήθελε να δηλώσει την προδοσία, την κατασκοπεία, η οποία ενεργείται μέσα στο στρατόπεδο από μια «πέμπτη» εσωτερική φάλαγγα και όχι από τις τέσσερις εξωτερικές φάλαγγες του εχθρού (που ορίζονται με βάση τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα).
πενικιλίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά penicillin, γαλλικά penicilline), που προήλθε από τη νεολατινική penicillium, η οποία δηλώνει ένα είδος μύκητα. Η λέξη αυτή παράγεται από τη λατινική λέξη penicillum (= πινέλο), η οποία προήλθε από τη λέξη penis (= ουρά). Η ουσία πενικιλίνη, που ανακαλύφθηκε το 1928 από τον Άγγλο μικροβιολόγο A. Fleming, ονομάστηκε έτσι, επειδή προέρχεται από την καλλιέργεια αυτού του είδους μύκητα, ο οποίος μοιάζει με πινέλο.
πένσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη pince (= λαβίδα, τσιμπίδα), που προήλθε από το αρχαίο γαλλικό ρήμα pincier (= σφίγγω, τσιμπώ), το οποίο ανάγεται στη λατινική λέξη punctio (= τσίμπημα).
περγαμηνή: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, η οποία προήλθε από το θηλυκό του επιθέτου περγαμηνός, που προέρχεται από την αρχαία λέξη η Πέργαμος, πόλη της Μ. Ασίας, όπου κατασκευάζονταν βιβλία από κατεργασμένο λεπτό δέρμα.
περγαμό(ν)το: προέρχεται από την ιταλική λέξη bergamotto, η οποία προήλθε από την τουρκική φράση beg armudi, που σημαίνει «αχλάδι άρχοντα» (με πιθανή επίδραση της τουρκικής λέξης Bergama, η οποία προήλθε από τη λέξη τα Πέργαμα και αυτή από την αρχαία λέξη η Πέργαμος, πόλη της Μ. Ασίας).
περίδρομος: πρόκειται για αρχαίο ουσιαστικό, που προέρχεται από το επίθετο περίδρομος (= αυτός που περιφέρεται, αυτός που περιέχει), σύνθετο από τις λέξεις περί + δρόμος.
«τρώω τον περίδρομο»: φράση που σημαίνει «τρώω υπερβολικά» και προέρχεται πιθανόν είτε α) από τη λέξη περίδερμος (πάθηση των δακτύλων), σύνθετη από το περί + δέρμα (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης δρόμος) είτε β) από τη φράση περίδρομος (δαίμων), που σημαίνει «(δαίμονας) που περιφέρεται» είτε γ) από τη λέξη περίδρομος (είδος σκοινιού που περιβάλλει δίχτυ).
περονόσπορος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη νεολατινική λέξη peronospora (είδος μύκητα), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις περόνη (= καρφίτσα) + σπόρος.
«έπεσε περονόσπορος»: φράση που σημαίνει «έγινε μεγάλη ζημιά, εξανίστηκαν όλα» και προέρχεται από την καταστροφή που προκαλεί στα αμπέλια ο μύκητας αυτός.
πετραχήλι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη πετραχήλιν, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο περιτραχήλιος, που σημαίνει «αυτός που είναι γύρω από το λαιμό», σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις περί + τράχηλος.
«τάζω λαγούς με πετραχήλια»: φράση που σημαίνει «δίνω απραγματοποίητες υποσχέσεις», όπου εδώ η σημασία της λέξης πετραχήλι είναι «λουρί λαιμού, περιλαίμιο».
πι: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη πει για το γράμμα αυτό, που ανάγεται στο σημιτικό pe (= στόμα).
«στο πι και στο φι»: πρόκειται για συντομογραφία της φράσης «στο π(αλούκι) και στη φ(ούρκα)» που σημαίνει «πολύ γρήγορα» και αναφέρεται στη μεσαιωνική τιμωρία καταδίκων που γινόταν συνοπτικά με ανασκολοπισμό και κρέμασμα.
πιάνο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη piano, που προήλθε από τη φράση piano (forte), που σημαίνει «σιγά (δυνατά)». Η φράση αυτή ήταν η αρχική ονομασία αυτού του οργάνου, επειδή έχει τη δυνατότητα να παίζει σε δύο εντάσεις, ενώ οι λέξεις της προέρχονται αντίστοιχα από τα λατινικά επίθετα planus (= ομαλός) και fortis (= ισχυρός).
πικάντικος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το ιταλικό επίθετο piccante (= αιχμηρός), που προήλθε από το ρήμα piccare (= τρυπώ), παράγωγο της λέξης picca (= αιχμή). Η τελευταία ανάγεται στη γαλλική λέξη pique (= λόγχη), παράγωγο του ρήματος piquer (= τρυπώ), που προήλθε από το λατινικό ρήμα *picco (= τρυπώ), παράγωγο της λέξης picus (= δρυοκολάπτης).
πιλατεύω: πρόκειται για νεοελληνικό ρήμα, για το οποίο υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) από το ελληνιστικό όνομα (Πόντιος) Πιλάτος, που προήλθε από το λατινικό (Pontius) Pilatus, Ρωμαίος διοικητής, ανακριτής του Ιησού Χριστού πριν τη σταύρωσή Του. 2) από την (αμάρτυρη) λέξη *(α)πιλατεύω, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη απελάτης (= ληστής, ακρίτας).
πινέζα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη punaise (= κοριός), η οποία προήλθε από τη λατινική (αμάρτυρη) λέξη *putinasius, που προήλθε από συμφυρμό (ανάμειξη) των λέξεων puteο (= σαπίζω) + nasus (= μύτη). Αυτό το είδος καρφιού ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητάς του με το σχήμα και της ικανότητας διάτρησης που έχει το έντομο κοριός.
πισίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη pisina, που προήλθε από την ιταλική λέξη piscina (= ιχθυοτροφείο). Αυτή ανάγεται στη λατινική λέξη piscina (= ιχθυοτροφείο, δεξαμενή), παράγωγο της λέξης piscis (= ψάρι).
πι(τ)ζάμα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη pyjama, που προήλθε από την ινδική λέξη pajama, σύνθετη από τις περσικές λέξεις pa (= πόδι) + jama (= ρούχο).
πλασέμπο, το: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη placebo, που δηλώνει ένα είδος φαρμάκου, η οποία προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική λέξη placebo (= εσπερινή νεκρώσιμη ακολουθία). Η ακολουθία αυτή ονομάστηκε έτσι, επειδή αρχίζει με το μέλλοντα placebo του λατινικού ρήματος placeo (= αρέσω, προκαλώ ευχαρίστηση). Αργότερα, η σημασία αυτής της λέξης δόθηκε μεταφορικά στο φάρμακο αυτό που χορηγείται κυρίως για ψυχολογική στήριξη παρά για βελτίωση της υγείας του αρρώστου.
πόμολο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη pomolo, που σήμαινε αρχικά «χερούλι σέλας σε σχήμα μήλου» και προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική pomulum (= μηλαράκι), υποκοριστικό της λατινικής λέξης pomum (= μήλο).
πόνος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «μόχθος, κόπος», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «οδύνη» και προέρχεται από το ρήμα πένομαι (= μοχθώ).
~ Από τη λέξη αυτή προέρχεται το αρχαίο επίθετο πονηρός, που σήμαινε αρχικά «κοπιώδης», ενώ έπειτα κατέληξε στην έννοια «πανούργος». Η σημασιολογική αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στην αρνητική στάση των αρχαίων Αθηναίων απέναντι στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θεωρούσαν κατάλληλα για δούλους και όχι για ελεύθερους πολίτες (βλ. και λ. βάναυσος, μοχθηρός).
ποντίφικας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ποντίφεξ, αιτιατική ποντίφικα, που προήλθε από τη λατινική pontifex, γενική pontificis (= αρχιερέας), σύνθετη από τις λέξεις pons, γενική pontis (= γέφυρα) + facio (= κάνω). Παραμένει, όμως, ακαθόριστη η αρχική σημασία της λέξης και ο λόγος της σύνδεσής της με την έννοια του αρχιερέα.
ποντικός: προέρχεται από την αρχαία φράση ποντικός (μυς), όπου το επίθετο ποντικός (= θαλάσσιος, ποντιακός) είναι παράγωγο της λέξης πόντος (= θαλάσσιο πέρασμα, θάλασσα). Η αρχική σημασία, επομένως, για το τρωκτικό αυτό θα ήταν είτε α) ποντιακός μυς (= ποντίκι από τον Εύξεινο Πόντο) είτε β) θαλάσσιος μυς (= ποντίκι των καραβιών).
πορσελάνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη porcellana, που σήμαινε αρχικά «κοχύλι σε σχήμα γουρουνιού» και προήλθε από τη λατινική λέξη porcella (= γουρουνάκι), υποκοριστικό της λέξης porcus (= γουρούνι).
πορτοκάλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη portogallo, η οποία προήλθε από τη φράση (arancio di) Portogallo, που σημαίνει «(χρυσόμηλο της) Πορτογαλίας». Το όνομα της χώρας αυτής προέρχεται από την πορτογαλική λέξη Portugal, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική φράση portus cale (= λιμάνι ζεστό), που ανάγεται στις λατινικές λέξεις portus (= λιμάνι) και caleo (= είμαι θερμός).
πορτοφόλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη portafogli, σύνθετη από τις λέξεις portare (= μεταφέρω) + foglio (= φύλλο), οι οποίες ανάγονται αντίστοιχα στις λατινικές λέξεις porto (= φέρνω) και folium (= φύλλο).
ποτάσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη potassa, που προήλθε από τη γερμανική Pottasche, σύνθετη από τις λέξεις Pott (= δοχείο) + Asche (= στάχτη).
ποτ-πουρί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη pot-pourri (είδος φαγητού με διάφορα είδη κρεάτων), σύνθετη από τις λέξεις pot (= δοχείο) + pourri (= σαθρός).
πουκάμισο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη πουκάμισον, αυτή από τη λέξη ποκάμισον και αυτή από την (αμάρτυρη) λέξη *υποκάμισον, η οποία προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική λέξη camisia, που έχει γερμανική προέλευση.
πούλμαν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση pullman (car), η οποία προήλθε από το επώνυμο του Αμερικανού εφευρέτη G. Pullman.
πουλόβερ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη pullover (είδος ρούχου), η οποία προήλθε από τη ρηματική φράση pull over (= τραβώ επάνω).
πουρές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη purée, που προήλθε από το αρχαίο γαλλικό ρήμα purer (= πολτοποιώ), το οποίο ανάγεται στο λατινικό puro (= καθαρίζω), παράγωγο του επιθέτου purus (= αγνός, καθαρός).
~ Από το επίθετο purus, επίσης, προέρχεται η μεταγενέστερη λατινική λέξη puritas (= αγνότητα) και από αυτήν η αγγλική λέξη puritan (= οπαδός προτεσταντικής κίνησης με μεγάλη αυστηρότητα στα ήθη), από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη πουριτανός.
~ Επιπλέον, από το ίδιο επίθετο προέρχεται και η λέξη πούρο μέσω της ιταλικής φράσης puro (tabacco di Havana), που σημαίνει «αγνός (καπνός από την Αβάνα)» και αποτελούσε φράση επάνω σε συσκευασία μάρκας πούρων.
πουρμπουάρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη pourboire (= φιλοδώρημα), η οποία προήλθε από τη φράση pour boire (= για να πιεις).
πραλίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη praline, που προήλθε από το όνομα του Γάλλου στρατηγού (Plessis-)Praslin, ο μάγειρας του οποίου επινόησε αυτό το είδος γλυκού.
πράσινος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σημαίνει «αυτός που έχει το χρώμα του πράσου» και προέρχεται από τη λέξη πράσον, είδος φυτού.
πρεσβευτής: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα πρεσβεύω (= υπηρετώ ως απεσταλμένος του κράτους), το οποίο παράγεται από τη λέξη πρέσβυς. Η λέξη αυτή σήμαινε αρχικά «γέρος, πρεσβύτης», ενώ έπειτα απέκτησε και την έννοια «πρεσβευτής», επειδή συνήθως στις αποστολές πρεσβείας συμμετείχαν γέροντες.
~ Από τη λέξη πρέσβυς προέρχεται και το γλωσσικό αντιδάνειο πρεσβυωπία, που προήλθε από την αγγλική λέξη presbyopia, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις πρέσβυς (= γέρος) + η *ωψ, γενική της ωπός (= όψη, βλέμμα), επειδή συνήθως η πάθηση αυτή προσβάλλει τους ηλικιωμένους.
πρίγκηπας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη πρίγκιψ, αιτιατική πρίγκιπα, που προήλθε από τη λατινική λέξη princeps, γενική principis (= άρχοντας), σύνθετη από τις λέξεις primus (= πρώτος) + capio (= λαμβάνω).
πρόβατο: προέρχεται από την αρχαία λέξη πρόβατον, που σήμαινε αρχικά «κάθε είδους κοπάδι», ενώ έπειτα δήλωνε το συγκεκριμένο ζώο, και προήλθε από το ρήμα προβαίνω (= προχωρώ, βαδίζω), σύνθετο από τις λέξεις προ + βαίνω (= προχωρώ).
προβοκάτσια: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη ρωσική λέξη provocatsia, που προήλθε από τη λατινική λέξη provocatio (= πρόκληση). Η τελευταία παράγεται από το ρήμα provoco (= προκαλώ), σύνθετο από τις λέξεις pro (= προ) + voco (= καλώ), ρήμα παράγωγο της λέξης vox, γενική vocis (= φωνή).
~ Από το ρήμα provoco προέρχεται, επίσης, η λατινική λέξη provocator (= αυτός που προκαλεί σε μάχη, ο μονομάχος), από την οποία προήλθε η ελληνιστική προβοκάτωρ, αιτιατική προβοκάτορα (= ξιφομάχος) και από αυτήν η νεοελληνική λέξη προβοκάτορας (= υπονομευτής).
πρόκα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη brocca (= βλαστός, σουβλί), που προήλθε από τη λατινική λέξη brocc(h)us (= αυτός που έχει δόντια που εξέχουν).
προλετάριος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λατινική λέξη proletarius, η οποία δήλωνε το φτωχό Ρωμαίο πολίτη που μπορούσε να προσφέρει στο κράτος μόνο μέσω της στρατιωτικής υπηρεσίας των παιδιών του. Η λέξη αυτή προήλθε από τη λέξη proles (= απόγονος, παιδί), σύνθετη από τις λέξεις pro (= προ) + olesco (= αυξάνομαι).
προπαγάνδα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη propaganda, που προήλθε από τη φράση «(Congregatio de) propaganda (fide)». Σημαίνει «(Επιτροπή για τη) διάδοση (της πίστης)», πρόκειται δηλαδή για την οργάνωση της καθολικής εκκλησίας με σκοπό τη διάδοση της Ουνίας. Η λέξη propaganda ανάγεται στο λατινικό ρήμα propago (= μοσχεύω, αυξάνω), σύνθετο από τις λέξεις pro (= προ) + pango (= φυτεύω).
προπαίδεια: προέρχεται από την αρχαία λέξη προπαιδεία (= προπαρασκευαστικό μάθημα), που προήλθε από το ρήμα προπαιδεύω (= προγυμνάζω, προετοιμάζω μαθητή), σύνθετο από τις λέξεις προ + παιδεύω (= εκπαιδεύω, ανατρέφω), ρήμα παράγωγο της λέξης ο παις, γενική του παιδός.
προπηλακίζω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που σήμαινε αρχικά «αλείφω με λάσπη», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «εξυβρίζω δημόσια, διασύρω (πβ. λασπο-λογώ)» και είναι σύνθετη από τις λέξεις προ + πηλός (= λάσπη).
προσπέκτους, το: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη prospectus (= έντυπο κατασκευαστή ή διαφημιστή), που ανάγεται στη λατινική λέξη prospectus (= όψη, θέα). Η τελευταία παράγεται από το ρήμα prospicio (= παρατηρώ), σύνθετο από τις λέξεις pro (= προ) + specio (= βλέπω).
πρόσφατος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «ο προ ολίγου σκοτωμένος», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «φρέσκος, νωπός». Είναι σύνθετο από τις λέξεις προς + *φατός, (αμάρτυρος) τύπος επιθέτου, που έχει κοινή ρίζα με τη λέξη φόνος.
προτεστάντης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γερμανική λέξη Protestant (= διαμαρτυρόμενος), που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική protestans και αυτή από το λατινικό ρήμα protestor (= διαμαρτύρομαι), σύνθετο από τις λέξεις pro (= προ) + testor (= μαρτυρώ, δηλώνω). Η ονομασία αυτή προήλθε από το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες και οπαδοί του μεταρρυθμιστή θεολόγου Μ. Λούθηρου υπέβαλαν το 1529 γραπτή διαμαρτυρία εναντίον της δίωξης των πεποιθήσεών τους από τους καθολικούς.
προφίλ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη profil (= κατατομή), που προήλθε από την ιταλική λέξη profilo (= πλάγιο περίγραμμα). Η τελευταία παράγεται από το ρήμα profilare (= σχεδιάζω το περίγραμμα), σύνθετο από τις λέξεις pro (= προ) + filo (= νήμα), που ανάγονται στις λατινικές pro (= προ) και filum (= νήμα).
πρωτόκολλο: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη πρωτόκολλον, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις πρώτος + κόλλα, που σήμαινε ουσιαστικά το πρώτο κόλλημα, δηλαδή το πρώτο φύλλο, με το οποίο περιτυλισσόταν και σφραγιζόταν ένας κυλινδρικός πάπυρος.
πρωτεΐνη: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη proteine, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο πρώτειος και αυτό από το αρχαίο επίθετο πρώτος. Ονομάστηκε έτσι, επειδή αυτή η χημική ουσία αποτελεί την πρώτη ύλη για κάθε ζωντανό οργανισμό.
πρωτόλειο: πρόκειται για λέξη που προέρχεται είτε α) από την ελληνιστική λέξη πρωτόλειον (σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις πρώτος + λεία) είτε β) από την αρχαία φράση προτέλεια (ιερά), που σήμαινε «(θυσίες) πριν από μια γιορτή» με την παρετυμολογική επίδραση του επιθέτου πρώτος. Το επίθετο προτέλειος είναι σύνθετο από τις λέξεις προ + τέλειος.
πυγμαλίωνας: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Πυγμαλίων, Κύπριος βασιλιάς, ο οποίος σύμφωνα με μύθο ερωτεύτηκε ένα γυναικείο άγαλμα το οποίο με τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης ζωντάνεψε και έγινε γυναίκα με το όνομα Γαλάτεια. Η λέξη αυτή έχει σήμερα την έννοια του ανθρώπου που προσπαθεί να ανυψώσει κάποιον πνευματικά και προέρχεται από το θεατρικό έργο «Πυγμαλίωνας» του Ιρλανδού συγγραφέα Μπέρναρ Σω.
πυξίδα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η πυξίς, αιτιατική πυξίδα, η οποία σήμαινε το κουτί για αποθήκευση μικρών αντικειμένων που κατασκευαζόταν από ένα είδος δένδρου, που έχει την ονομασία η πύξος.
πύραυλος: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης rocket (= ρουκέτα) και είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το πυρ (= φωτιά) + αυλός, επειδή το σχήμα του πυραύλου θυμίζει φλογέρα που βγάζει φωτιά.
πύρρειος: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, το οποίο προήλθε από το επίθετο πυρρός (= ξανθοκόκκινος), που συνδέεται με τη λέξη το πυρ, γενική του πυρός (= φωτιά).
«πύρρειος νίκη»: φράση που σημαίνει «νίκη με βαρύτατες απώλειες» και προέρχεται από το γεγονός ότι ο βασιλιάς Πύρρος νίκησε τους Ρωμαίους στις μάχες που έδωσε το 280 π.Χ. εναντίον τους, αλλά οι απώλειες του στρατού του ήταν σημαντικά μεγάλες.