Δ

δαλτονισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη daltonism (= αχρωματοψία), που προήλθε από το επώνυμο του Άγγλου φυσικοχημικού J. Dalton, συγγραφέα ενός συγγράμματος του 1794 για την ασθένεια αυτή, από την οποία μάλιστα έπασχε και ο ίδιος.
δαμόκλειος σπάθη: αρχαία φράση που συνδέεται με το όνομα του κόλακα Δαμοκλή, στον οποίο ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος παραχώρησε για μία ημέρα το θρόνο του, επάνω από τον οποίο όμως είχε κρεμάσει με τρίχες αλόγου ένα σπαθί, σύμβολο των κινδύνων που διατρέχει η εξουσία.
δεκανίκι: προέρχεται από την μεσαιωνική λέξη δεκανίκι(ο)ν, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη δεκανός, που σήμαινε για το μακεδονικό στρατό «αρχηγός δέκα ανδρών», παράγωγο του αρχαίου αριθμητικού δέκα.
~ Από τη λέξη δεκανός παράγεται και η νεοελληνική λέξη δεκανεύς (στην καθαρεύουσα), από την οποία προέρχεται η λέξη δεκανέας.
δελφίνος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης dauphin (= διάδοχος του θρόνου), που παράγεται από τη λατινική λέξη delphinus (= δελφίνι). Αυτή προήλθε από την ελληνιστική λέξη ο δελφίν, γενική του δελφίνος, και αυτή από την αρχαία λέξη ο δελφίς, παράγωγο της λέξης η δελφύς (= μήτρα). Ο τίτλος δελφίνος συνδέεται με τη χρήση του δελφινιού ως σύμβολο της εξουσίας από ένα φεουδάρχη του 12ου αι. μ.Χ., ο οποίος ονόμασε και την ονομασία της περιοχής εξουσίας του ως δελφινάτο.
χρυσόμαλλο δέρας: πρόκειται για αρχαία φράση, που σημαίνει «δέρμα με χρυσό μαλλί» και αναφέρεται στο δέρμα που προερχόταν από ένα φτερωτό κριάρι, το οποίο σύμφωνα με τη μυθολογία μετέφερε το Φρίξο και την Έλλη στην Κολχίδα. Το δέρμα αυτό αργότερα αποτέλεσε το σκοπό της περίφημης Αργοναυτικής εκστρατείας με αρχηγό τον Ιάσονα. (Η αρχαία λέξη δέρας προέρχεται από το ρήμα δέρω = γδέρνω).
δήλιος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από το όνομα Δήλος, νησί των Κυκλάδων.
«δήλιο πρόβλημα»: δυσεπίλυτο γεωμετρικό πρόβλημα, που χρησμοδότησε το μαντείο των Δελφών, όταν εμφανίστηκε λοιμός στη Δήλο το 430 π.Χ., σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να διπλασιαστεί ο όγκος του βωμού του Απόλλωνα με την κατασκευή ενός κύβου με όγκο διπλάσιο από τον αρχικό του.
δημητριακά, τα: προέρχεται από την ελληνιστική φράση δημητριακά (σπέρματα), που σήμαινε «(καρποί) της θεάς Δήμητρας», δηλαδή «σιτηρά». Το επίθετο δημητριακός προήλθε από το αρχαίο όνομα η Δημήτηρ, γενική της Δήμητρος, η θεά της γεωργίας (όνομα που είναι πιθανόν σύνθετο από τις λέξεις δα (από τη λέξη γη ή δωρικά γα) + μήτηρ και σημαίνει «Γη μητέρα»).
δήμιος: προέρχεται από την αρχαία φράση δήμιος (δούλος), που σήμαινε «δημόσιος (δούλος)», δηλαδή ο δούλος που έκανε τις εκτελέσεις καταδίκων. Το επίθετο δήμιος παράγεται από τη λέξη δήμος (= λαός).
διαβήτης: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα διαβαίνω (= περνώ απέναντι), σύνθετο από τις λέξεις δια + βαίνω (= βαδίζω). Η λέξη αυτή δήλωνε το γνωστό γεωμετρικό όργανο, επειδή διαθέτει δύο σκέλη τα οποία συμπεριφέρονται, όπως τα πόδια που απομακρύνονται σε μια διάβαση. Επιπλέον, η λέξη διαβήτης είχε και τη σημασία «αγωγός υγρού, σιφόνι», από την οποία προήλθε η ελληνιστική ονομασία της γνωστής ασθένειας με μεταφορική έννοια, επειδή στην ασθένεια αυτή παρατηρείται συνεχής ροή ούρων, σαν να προέρχονται από σιφόνι.
διακονιά: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που σημαίνει «επαιτεία», προέρχεται από την αρχαία λέξη διακονία (= υπηρεσία) και αυτή από τη λέξη διάκονος (= υπηρέτης).
~ Από τη λέξη διάκονος, επίσης, παράγεται το ελληνιστικό διάκων και από αυτό το μεσαιωνικό διάκος, που δηλώνει τον πρώτο βαθμό για ιερωμένο, ενώ ανάλογα παράγεται και το νεοελληνικό διακονεύω (= επαιτώ). Η σημερινή σημασία της λέξης διακονιά προήλθε από τους μοναχούς που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, για να εκτελέσουν τη «διακονία» τους ζητώντας βοήθεια για το μοναστήρι τους.
διαμάντι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη διαμάντι(ν), που προήλθε από την ιταλική diamante και αυτή από τη λατινική diamas. Η τελευταία ανάγεται στην αρχαία λέξη αδάμας, γενική αδάμαντος (= αδάμαστος, διαμάντι), σύνθετη από τις λέξεις α- στερητικό + δαμώ (= δαμάζω).
διάνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη diana (= κέντρο στόχου), που προήλθε πιθανόν είτε α) από το λατινικό όνομα Diana (= Άρτεμη), η θεά του κυνηγιού, είτε β) από την ισπανική diana (= εγερτήριο σάλπισμα), που προήλθε από τη λέξη dia (= ημέρα) και αυτή από τη λατινική dies (= ημέρα). Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η σημασία αυτή προήλθε από συνήθεια που υπήρχε να τοποθετείται η εικόνα της θεάς Άρτεμης ως δείκτης του κέντρου ενός στόχου.
διασκεδάζω: πρόκειται για ελληνιστικό ρήμα, που προέρχεται από το αρχαίο διασκεδάννυμι (= διασκορπίζω), σύνθετο από τις λέξεις δια + σκεδάννυμι (= σκορπίζω). Το ρήμα αυτό απέκτησε τη σημασία «ευχαριστιέμαι, ψυχαγωγούμαι, γλεντώ» από τη χρήση του σε φράσεις, όπως «διασκεδάζω τη θλίψη μου / τις σκέψεις μου» κλπ.
δίσεκτος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις δις (= δύο φορές) + έκτος.
«δίσεκτο έτος»: ονομάζεται το έτος που έχει 366 ημέρες, αντί 355 που έχει το κανονικό. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η προσθήκη της εμβόλιμης ημέρας σε ένα δίσεκτο έτος γινόταν αρχικά με την επανάληψη της έκτης ημέρας του Μαρτίου. Αργότερα, όμως, ο Ιούλιος Καίσαρας με το νέο ημερολόγιο που θεσμοθέτησε όρισε να γίνεται η προσθήκη αυτή στο τέλος του μήνα Φεβρουαρίου.
δολάριο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη dollar, αυτή από τη γερμανική daler και αυτή από τη λέξη T(h)aler. Η τελευταία προήλθε από το όνομα (Joachims)thaler, νόμισμα της κωμόπολης Joachimsthal στη Βοημία (βλ. και λ. τάλιρο).
δουλειά: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την αρχαία λέξη δουλεία, η οποία αρχικά σήμαινε «σκλαβιά», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε την έννοια «εργασία». Η λέξη δουλεία προήλθε από το ρήμα δουλεύω (= είμαι δούλος), παράγωγο τη λέξη δούλος.
δούρειος ίππος: πρόκειται για αρχαία φράση που σήμαινε «ξύλινο άλογο», όπου το επίθετο δούρειος προέρχεται από τη λέξη δόρυ, η οποία σήμαινε αρχικά «ξύλο, δένδρο», ενώ έπειτα το γνωστό αιχμηρό όπλο με το ξύλινο στέλεχος. Η φράση αυτή αναφέρεται στο ξύλινο κουφωτό άγαλμα αλόγου, μέσα στο οποίο κρύφτηκαν μερικοί Έλληνες μαχητές κατά τον Τρωικό πόλεμο. Αυτοί κατάφεραν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες να κυριεύσουν την Τροία, όταν οι κάτοικοί της έσυραν το άγαλμα μέσα στην πόλη τους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για προσφορά των Ελλήνων στους θεούς.
δρακόντειος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από τη λέξη δράκων, γενική δράκοντος. Η σημασία, όμως, «υπερβολικά αυστηρός» προέρχεται από την αρχαία φράση «δρακόντειοι νόμοι», δηλαδή οι νόμοι που θέσπισε ο Δράκων, αυστηρός νομοθέτης της Αθήνας γύρω στο 620 π.Χ.
δράμι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη δράμιον, αυτή από την (αμάρτυρη) λέξη *δράχμιον και αυτή από την αρχαία λέξη δραχμή, η οποία είναι συγγενική με το αρχαίο ρήμα δράττομαι (= αρπάζω, πιάνω). Η δραχμή στην αρχαιότητα ήταν νόμισμα και μέτρο βάρους ίσο με έξι οβολούς (βλ.λ.), δηλαδή ισοδυναμούσε με όσους οβολούς κατά μέσο όρο χωρούσαν στην παλάμη.
δυναμίτης: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη σουηδική λέξη dynamit, όρος που πλάσθηκε από το Σουηδό εφευρέτη Α. Nobel το 1866 και προήλθε από την αρχαία λέξη δύναμις, παράγωγο του ρήματος δύναμαι.
δυόσμος: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη δυόσμος, που προήλθε από την αρχαία λέξη ηδύοσμος (είδος φυτού), σύνθετη από τις λέξεις ηδύς (= ευχάριστος) + οσμή.