ψάρι:
προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη
ψάριν (= ιχθύς), που προήλθε από
την αρχαία λέξη οψάριον,
υποκοριστικό της λέξης τό όψον
(= προσφάγι). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή
της λέξης οφείλεται στο γεγονός ότι
παλαιότερα ο ιχθύς ήταν το πιο συνηθισμένο
προσφάγι.
ψαρονέφρι:
πρόκειται για σύνθετο από τις λέξεις
ψάρι (= νεφραμιά) + νεφρό,
οι οποίες προέρχονται αντίστοιχα από
τις αρχαίες λέξεις *ψ(ο)ιάριον
(από τη λέξη ψόα ή ψύα =
οσφυικός μυς) και νεφρός.
ψαρός:
πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που
προέρχεται από τη λέξη ο ψαρ,
γενική του ψαρός, είδος πτηνού με
λευκά στίγματα στο σώμα του.
ψαχουλεύω:
προέρχεται από συμφυρμό (ανάμειξη) των
ρημάτων ψάχνω + χαλεύω
(= ζητώ), τα οποία προήλθαν αντίστοιχα
από το μεσαιωνικό ρήμα ψάχω
(και αυτό από το αρχαίο ψαύω
= αγγίζω ελαφρά) και την αρχαία λέξη
χηλή ή (δωρικά) χαλή
(= οπλή ζώου).
ψέλνω:
προέρχεται από τον αρχαίο αόριστο
έψαλα του ρήματος ψάλλω,
το οποίο σήμαινε αρχικά «κραδαίνω τη
χορδή μουσικού οργάνου». Το ρήμα ψέλνω
σχηματίστηκε σύμφωνα με το πρότυπο
νεοελληνικών ρημάτων, όπως φέρνω - έφερα,
περνώ - πέρασα.
ψηλαφώ:
πρόκειται για αρχαία ρήμα, που
προέρχεται πιθανόν από συμφυρμό
(ανάμειξη) των ρημάτων ψάλλω (=
κραδαίνω χορδή, πβ. αόριστος έψαλα ή
έψηλα) και αφώ (από τη λέξη αφή).
ψηφιακός:
αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του
αγγλικού επιθέτου digital
(από τη λέξη digit, που
σημαίνει «ψηφίο» και αυτή από τη λατινική
digitus = δάκτυλο). Το επίθετο
ψηφιακός προέρχεται από την αρχαία
λέξη ψηφίον (= πετραδάκι),
υποκοριστικό της λέξης η ψήφος,
που σήμαινε αρχικά «μικρή πέτρα», ενώ
έπειτα «λιθαράκι για χρήση στην αρίθμηση,
στα παιχνίδια ή στις εκλογές».
~
Από τη λέξη ψήφος προέρχεται, επίσης
και η αρχαία λέξη η ψηφίς,
αιτιατική ψηφίδα (= χαλίκι, λιθαράκι),
από την οποία προήλθε το νεοελληνικό
επίθετο ψηφιδωτός.
ψόφιος:
προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ψοφώ
(= κροτώ, θορυβώ), το οποίο στη μεσαιωνική
εποχή απέκτησε την έννοια «πεθαίνω».
Το ρήμα προήλθε από τη λέξη ψόφος
(= κρότος, θόρυβος), παράγωγο της λέξης
ψο, επιφώνημα αηδίας. Η σημασιολογική
αυτή αλλαγή του ρήματος ψοφώ προέρχεται
πιθανόν από τη συσχέτιση του θανάτου
με το θόρυβο που προξενεί η ξαφνική
πτώση ενός πτώματος.
ψυλλιάζομαι:
σημαίνει «υποψιάζομαι» και προέρχεται
από την αρχαία λέξη ψύλλος,
που προήλθε από τη λέξη η ψύλλα.
Και οι δύο λέξεις δηλώνουν το ίδιο είδος
παρασιτικού εντόμου, το οποίο συνήθως
και μόνο με την υποψία της παρουσίας
του προκαλεί αναστάτωση ή ακόμα και την
ψευδαίσθηση της ενόχλησης.
ψυχαγωγία:
πρόκειται για αρχαία λέξη, που
σήμαινε αρχικά «καθοδήγηση ψυχής», ενώ
στην ελληνιστική εποχή «αναψυχή,
πνευματική απόλαυση». Προέρχεται από
τη λέξη ψυχαγωγός, σύνθετη από
τις λέξεις ψυχή (= πνοή, ζωή) +
αγωγός (από το ρήμα άγω = οδηγώ).
Η λέξη ψυχή παράγεται από το ρήμα ψύχω,
που σημαίνει «πνέω, φυσώ» (είναι
διαφορετικό από το ρήμα ψύχω = παγώνω
κάτι).
ψώνιο:
προέρχεται από την ελληνιστική λέξη
οψώνιον, η οποία σήμαινε «χρήματα
για την αγορά ζωοτροφών», σύνθετη από
τις αρχαίες λέξεις τό όψον
(= τροφή, προσφάγι) + ωνούμαι (=
αγοράζω).
~
Παρόμοια, το ρήμα ψωνίζω προέρχεται
από το μεσαιωνικό (ο)ψωνίζω,
το οποίο προήλθε από την ελληνιστική
λέξη οψώνης (= αγοραστής τροφίμων),
παράγωγο της αρχαίας λέξης όψον.
ψωμί:
προέρχεται από την ελληνιστική λέξη
ψωμίον, η οποία προήλθε από την
αρχαία λέξη ο ψωμός (= κομμάτι,
μπουκιά), που ανάγεται στο θέμα ψω- του
ρήματος *ψήω (= τρίβω).
ψωροκώσταινα:
πρόκειται για ειρωνικό χαρακτηρισμό
της Ελλάδας ως κράτους φτωχού και
προέρχεται πιθανόν από το προσωνύμιο
ψωρο-Κώσταινα, μιας γυναίκας
που πτώχευσε και ζητιάνευε στο Ναύπλιο
την εποχή του Καποδίστρια, αλλά παρά
την ανέχειά της προσέφερε τον οβολό της
σε έρανο υπέρ του ελληνικού κράτους. Η
λέξη είναι σύνθετη από την αρχαία
λέξη ψώρα + το ανδρωνυμικό
Κώσταινα, που σημαίνει «η σύζυγος
του Κώστα» (το όνομά της ήταν Πανωραία
Χατζηκώστα).