χάδι:
προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη
χάδιν, που προήλθε από τη λέξη
ηχάδι(ο)ν (=
τραγουδάκι), υποκοριστικό της αρχαίας
λέξης ήχος.
χαλαρώνω:
προέρχεται από το ελληνιστικό ρήμα
χαλαρώ, που προήλθε από το
αρχαίο επίθετο χαλαρός,
παράγωγο του ρήματος χαλώ
(= χαλαρώνω, λύνω).
χαλκομανία:
προέρχεται από την ιταλική λέξη
calcomania (με την παρετυμολογική
επίδραση της λέξης χαλκός), σύνθετη από
τις λέξεις calco (= αντίγραφο) +
mania, οι οποίες προέρχονται
αντίστοιχα από το ρήμα calcare (=
πατώ, πιέζω) και την αρχαία λέξη
μανία.
χάλυβας:
προέρχεται από την αρχαία λέξη ο
χάλυψ, αιτιατική χάλυβα, που
προήλθε από το όνομα Χάλυβες,
λαός του Ευξείνου Πόντου, ο οποίος
κατεργαζόταν το μέταλλο αυτό.
χάμπουργκερ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική φράση hamburger
(steak), που σημαίνει «(μπριτζόλα) του
Αμβούργου», όπου η λέξη hamburger
προήλθε από το γερμανικό όνομα της
πόλης Hamburg (= Αμβούργο).
χαρακτήρας:
προέρχεται από την αρχαία λέξη ο
χαρακτήρ, αιτιατική χαρακτήρα,
που προήλθε από το ρήμα χαράσσω,
παράγωγο της λέξης ο χάραξ,
αιτιατική τον χάρακα.
χημεία:
προέρχεται από την ελληνιστική λέξη
χημ(ε)ία ή χυμεία,
που προήλθε πιθανόν από συμφυρμό
(ανάμειξη) της αρχαίας λέξης χυμός
+ το ελληνιστικό όνομα Χημία
(= Αίγυπτος), το οποίο προέρχεται από το
αιγυπτιακό όνομα Kmt, παράγωγο
του ρήματος kmm (= είμαι
μαύρος).
Η
λέξη «χυμεία» δήλωνε αρχικά την τήξη
των μετάλλων από τους αλχημιστές με
σκοπό την παρασκευή ευγενών μετάλλων.
Επίσης, στη βυζαντινή εποχή, δήλωνε την
ανάμειξη χυμών από φυτά με σκοπό την
παρασκευή χρωμάτων. Παράλληλα, η λέξη
«χημία», που ήταν σχετική με τις
δραστηριότητες των αλχημιστών, φαίνεται
ότι συνδέθηκε με την ονομασία Χημία,
που έδιναν οι Αιγύπτιοι στη χώρα τους.
Η λέξη αυτή, κατόπιν, αποδόθηκε στα
αραβικά ως al-kimiya
και μέσω της λατινικής απόδοσης
alcemia ή alcimia
(= αλχημεία, βλ.λ.) πέρασε στις ευρωπαϊκές
γλώσσες.
χιούμορ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική humour (=
πνευματώδες αστείο), που προήλθε από τη
γαλλική λέξη humeur (= υγρός)
και αυτή από τη λατινική λέξη (h)umor
(= υγρασία).
χλιμιντρίζω:
προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα
χλιμι(ν)τρίζω,
που προήλθε από το αρχαίο ρήμα
χρεμετίζω (= βγάζω ήχο αλόγου).
χλομός,
χλωμός: προέρχεται από την (αμάρτυρη)
λέξη *φλομός (με επίδραση του
αρχαίου επιθέτου χλωρός), που προήλθε
από την αρχαία λέξη φλόμος
(είδος φυτού).
χόμπι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη hobby, που
δήλωνε αρχικά ένα είδος μικρού αλόγου,
ενώ έπειτα σήμαινε «ερασιτεχνική
απασχόληση» και προήλθε από το όνομα
Hobbin, χαϊδευτικό του ονόματος
Robin.
χορταίνω:
πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που
προέρχεται από το αρχαίο ρήμα χορτάζω
(= ταΐζω ζώα με χόρτο), παράγωγο της λέξης
ο χόρτος (από αυτή προήλθε και
η ελληνιστική λέξη το χόρτον).
χούλιγκαν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη hooligan,
που προήλθε πιθανόν από το επώνυμο του
Ιρλανδού εγκληματία P.
Hooligan, ο οποίος έδρασε στο Λονδίνο
το 1898.
χορηγός:
πρόκειται για αρχαία λέξη, που
σήμαινε «αυτός που παρέχει τα έξοδα του
χορού σε θεατρική παράσταση», σύνθετη
από τις λέξεις χορός + άγω
(= φέρω, οδηγώ). Σήμερα, η έννοια της λέξης
επεκτάθηκε και περιέλαβε γενικά κάθε
χορηγητή εξόδων για την πραγματοποίηση
οποιασδήποτε καλλιτεχνικής, αθλητικής
ή άλλου είδους εκδήλωσης.
χούντα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ισπανική λέξη junta,
που προήλθε από τη λέξη junto (=
ενωμένος), η οποία παράγεται από τη
μετοχή junctus του λατινικού
ρήματος jungo (= συνδέω).
χωρατό:
προέρχεται από το ρήμα χωρατεύω
(= αστειεύομαι), που προέκυψε από το ρήμα
χωραϊτεύω και αυτό από τη λέξη
χωραΐτης (= ο κάτοικος της χώρας,
δηλαδή μεγάλης πόλης ή πρωτεύουσας
νησιού), που προήλθε από την αρχαία
λέξη χώρα (πβ. και λ. αστείος).