Β

βάκιλ(λ)ος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη bacillus (= βεργίτσα), που προήλθε από τη λατινική bacillum (= ραβδί), παράγωγο της λέξης baculum (= ράβδος). Αυτός ο μικροοργανισμός ονομάστηκε έτσι, επειδή έχει το σχήμα της ράβδου (βλ. και λ. βακτηρίδιο).
βακτηρίδιο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά bacteroid), που προήλθε από την ελληνιστική λέξη βακτηρίδιον (= ραβδάκι), υποκοριστικό της αρχαίας λέξης βακτήριον (= ραβδί). Η τελευταία προήλθε από τη λέξη βακτηρία (= ράβδος, μπαστούνι) και αυτή από τη λέξη βάκτρον (= ράβδος).
~ Γλωσσικό αντιδάνειο, επίσης, είναι και η νεοελληνική λέξη βακτήριο, που προέρχεται από ξένη λέξη (όπως γαλλικά bactérie), η οποία προήλθε από τη νεολατινική bacterium και αυτή από το βακτήριον. Η ονομασία αυτή δόθηκε στους μικροοργανισμούς αυτούς, επειδή έχουν συνήθως το σχήμα της ράβδου (βλ. και λ. βάκιλλος).
βάναυσος: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που σήμαινε αρχικά «τεχνίτης, εργάτης», ενώ έπειτα «άξεστος, αγροίκος» και προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *βαύνασος, που προήλθε από τη λέξη ο βαύνος (= φούρνος, κλίβανος). Η σημασιολογική αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στην αρνητική στάση των Αθηναίων απέναντι στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θεωρούσαν κατάλληλα για δούλους και όχι για ελεύθερους πολίτες (βλ. και λ. μοχθηρός, πονηρός).
βανδαλισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά vandalism, γαλλικά vandalisme), που σημαίνει «σκόπιμη φθορά έργων τέχνης» και παράγεται από το λατινικό όνομα Vandalus (= Βάνδαλος). Είναι όνομα γερμανικού λαού, που προήλθε από το αρχαίο γερμανικό *Wandal, παράγωγο του ρήματος wandjan (= περιπλανιέμαι). Η σημασία του όρου βανδαλισμός προέρχεται από το γεγονός ότι οι Βάνδαλοι, όταν εισέβαλαν στη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τον 4ο-5ο αι. μ.Χ., προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στα μνημεία και τα έργα τέχνης.
βάρβαρος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «αλλόγλωσσος, ξένος» και προέρχεται πιθανόν από τον ήχο «βαρ-βαρ», τον οποίο, θεωρητικά, άκουγαν οι αρχαίοι Έλληνες από την ομιλία αλλόγλωσσων ανθρώπων (πβ. τις λέξεις σουμεριακό bar-bar (= ξένος), ακκαδικό barbariu, αρχαίο ινδικό barbarah (= τραυλός), αλλά και το σημερινό ανάλογο «μπουρ-μπουρ»). Αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε για τους αρχαίους την πολιτική σημασία «ο μη Έλληνας» (πβ. τη φράση «πας μη Έλλην βάρβαρος»), αλλά και τη μειωτική έννοια «αμαθής, απολίτιστος».
βαρελότο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη barilotto (= βαρελάκι), υποκοριστικό της λέξης barile (= βαρέλι), που προήλθε από τη λέξη bara (= βυτίο). Ονομάστηκε έτσι, επειδή τα πυροτεχνήματα συνήθως έχουν κυλινδρικό σχήμα ή από πιθανή επίδραση της λέξης μπουρλότο (βλ.λ.).
βασανίζω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι αρχαίο ρήμα, που παράγεται από τη λέξη η βάσανος (= η λυδία λίθος, βλ.λ.), υλικό που χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της γνησιότητας του χρυσού, και προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη bahan (= λυδία λίθος από σχιστόλιθο). Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν «τρίβω μέταλλο πάνω στη βάσανο, εξετάζω με λεπτομέρεια». Όμως, ήδη στην αρχαιότητα, απέκτησε σύντομα την έννοια «υποβάλλω σε ταλαιπωρία, τυραννώ, κακοποιώ», καθώς το ρήμα συνδέθηκε με την ανάκριση των αιχμαλώτων και τη σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονταν.
~ Από τη λέξη βάσανος, επίσης, προέρχεται α) η μεσαιωνική λέξη το βάσανον με τη σημερινή σημασία, αλλά και β)η λέξη βασάλτης, είδος πετρώματος. Πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο από ξένη λέξη (όπως αγγλικά basalt, γαλλικά basalte), που προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική basalten, αυτή από την αιτιατική basaniten της λέξης basanites, που προήλθε από την ελληνιστική φράση βασανίτης (λίθος) και αυτή από τη λέξη βάσανος.
βεγγαλικό: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, αποδίδει ξένες φράσεις με τη σημασία «πυροτέχνημα» (όπως αγγλικά bengal light, γερμανικά bengalisches Licht). Προέρχεται από το όνομα Βεγγάλη, περιοχή της Ινδίας, το οποίο προήλθε από το αγγλικό Bengal, που ανάγεται στο ινδικό Bangali.
βεληνεκές: προέρχεται από το ουδέτερο επιθέτου με την (αμάρτυρη) λέξη *βεληνεκής, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις βέλος + θέμα ενεκ- του ρήματος φέρω (πβ. αόριστος β΄ ήνεγκον).
βενεδικτίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη bénédictine (είδος ηδύποτου), που προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική ονομασία Benedictinus, μοναχός του ομώνυμου τάγματος με ιδρυτή τον Άγιο Βενέδικτο (στα λατινικά Benedictus). Το όνομα αυτό είναι παράγωγο της λέξης benedictum (= ευλογία), σύνθετη από τις λατινικές λέξεις bene (= καλώς) + dictum (= λόγος). Το ηδύποτο αυτό ονομάστηκε έτσι, επειδή παρασκευαζόταν από τους Βενεδικτίνους μοναχούς.
βενζίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη benzina, που προήλθε από τη γαλλική benzine και αυτή από τη γερμανική λέξη Benzin. Η τελευταία αποτελεί ονομασία που δόθηκε σ’ αυτό το υγρό καύσιμο από το Γερμανό χημικό E. Mitscherlich το 1833 και προέρχεται από τη νεολατική λέξη benzoe (= βενζόη), είδος αρωματικής ρητίνης. Η λέξη βενζόη ανάγεται στη μεσαιων. λατινική benzoe ή τη μεσαιων. γαλλική benjoin, που προήλθαν από την καταλανική λέξη benjui και αυτή από τη λέξη *lobenjui, που προέκυψε από την αραβική φράση luban djawi (= λιβάνι της Ιάβας).
βεντέτα: με τη σημασία «εκδίκηση» είναι γλωσσικό δάνειο, που προέρχεται από την ιταλική λέξη vendetta (= εκδίκηση). Αυτή προήλθε από τη λατινική vindicta (= ράβδος, τιμωρία), παράγωγο του ρήματος vindico (= τιμωρώ).
βεντέτα: με τη σημασία «διάσημο πρόσωπο» είναι γλωσσικό δάνειο, που προέρχεται από την ιταλική λέξη vedetta (= κορυφαία καλλιτέχνιδα). Αυτή προήλθε από τη λέξη vedetta ή veletta (= υπερυψωμένο σημείο, σκοπιά), που ανάγεται στην ισπανική vela, παράγωγο του ρήματος velar (= παρατηρώ, φρουρώ). Αυτό προέρχεται από το λατινικό ρήμα vigilo (= φρουρώ), παράγωγο της λέξης vigil (= φρουρός, άγρυπνος), που ανάγεται στο ρήμα vigeo (= ακμάζω).
βερίκοκο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη βερίκοκ(κ)ον, που προήλθε από τη λέξη πραικόκιον και αυτή από τη λατινική φράση praecox (persicum), που σημαίνει «πρώιμο (ροδάκινο)», επειδή το φρούτο αυτό ωριμάζει πριν από το ροδάκινο.
βερμούδα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση Bermuda (short), που σημαίνει «βερμούδα (παντελονάκι)». Η ονομασία αυτή σχετίζεται με το όνομα Bermuda (= Βερμούδες), νησιά του Ατλαντικού, που ονομάστηκαν έτσι από το επώνυμο του Ισπανού εξερευνητή J. Bermudez, ο οποίος θεωρείται ότι ανακάλυψε αυτά τα νησιά το 1503.
βερνίκι: προέρχεται πιθανόν από την ελληνιστική λέξη βερενίκιον (είδος φυτού αλλά και νίτρου), που προήλθε από το όνομα μιας βασίλισσας της Αιγύπτου κατά τον 3ο αι. π.Χ., της Βερενίκης (μακεδονικός τύπος του αρχαίου ονόματος Φερενίκη, σύνθετο από τις λέξεις φέρω + νίκη).
βιβλίο: προέρχεται από την αρχαία λέξη βιβλίον, που προήλθε από τη λέξη βυβλίον και αυτή από τη λέξη η βύβλος (= το φυτό πάπυρος), ονομασία που δόθηκε από το όνομα Βύβλος (σημιτικής προέλευσης), πόλη της Φοινίκης, από την οποία στην αρχαιότητα εισαγόταν ο κατεργασμένος για γραφή πάπυρος.
βίδα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, προέρχεται από τη βενετική vida, που προήλθε από τη λατινική λέξη vitis (= αμπέλι, κλήμα). Η βενετική λέξη έχει τονισμένη την έννοια «έλικα κλήματος», με την οποία μοιάζει το σπείρωμα αυτού του εργαλείου.
βινιέτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη vignette (= διακοσμητικό σχέδιο), που προήλθε από τη λέξη vigne (= κλήμα), η οποία ανάγεται στη λατινική λέξη vinea (= αμπέλι). Η ονομασία αυτή προέρχεται από τα σχέδια σε σχήμα κλήματος με τα οποία επικράτησε από το 16ου αι. να διακοσμείται η αρχή στα κεφάλαια ενός βιβλίου.
βιομηχανία: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης industrie (που προήλθε από τη λατινική industria = φιλοπονία). Προέρχεται από την ελληνιστική λέξη βιομηχανία, που είχε τη σημασία «τρόπος εξασφάλισης των μέσων ζωής», παράγωγο της αρχαίας λέξης βιομήχανος (= ο ικανός να εξασφαλίζει την επιβίωσή του), σύνθετο από τις λέξεις βίος + μηχανή.
βιονικός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη bionics, όρος πλασμένος το 1958 από τον Αμερικανό J. Steele, σύνθετο από τις ελληνογενείς λέξεις bio(logy) + (electro)nics, για να δηλωθεί ο συνδυασμός βιολογικών λειτουργιών με τα ηλεκτρονικά μέσα.
βιοπαλαιστής: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης struggleforlifer (προήλθε από τη φράση struggle for life = παλεύω για ζωή) και είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις βίος + παλαιστής.
βιταμίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γερμανική λέξη Vitamine, σύνθετη από τη λατινική λέξη vita (= ζωή) + amine (= αμίνη), παράγωγο της λατινικής λέξης ammonium (βλ. αμμωνία). Η ονομασία αυτή δόθηκε το 1912 από τον Πολωνό βιοχημικό C. Funk, επειδή αρχικά πιστευόταν πως η ουσία αυτή περιέχει αμινοξέα.
βιτρίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη vitrine (= γυάλινη προθήκη), παράγωγο της λέξης vitre (= τζάμι), που προήλθε από τη λατινική λέξη vitrum (= γυαλί).
~ Από την ίδια λατινική λέξη προήλθε, επίσης, και η γαλλική vitrail (= υαλογράφημα), με πληθυντικό αριθμό vitraux, από τον οποίο προέρχεται η λέξη βιτρό.
~ Αλλά και η λέξη βιτριόλι έχει την ίδια προέλευση. Προήλθε από τη γαλλική vitriol (= θειικό άλας), που ανάγεται στη μεσαιωνική λατινική vitrolium και αυτή στο ουδέτερο vitroleum του λατινικού επιθέτου vitroleus (= υαλώδης), παράγωγο της λέξης vitrum. Η ονομασία αυτή δόθηκε, επειδή το θειικό άλας παρουσιάζει συχνά υαλώδη μορφή.
βλαστημώ: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα βλαστημώ ή βλασθημώ, που προήλθε από το αρχαίο βλασφημώ, το οποίο ανάγεται πιθανόν στην (αμάρτυρη) λέξη *βλαψ-φημώ, σύνθετη από τις λέξεις βλάπτω + φήμη.
βλάχος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, που προέρχεται από το μεσαιωνικό όνομα Βλάχος. Αυτό προήλθε είτε α) από το σλαβικό Vlah, που ανάγεται στο αρχαίο γερμανικό Valah (σημαίνει «λατινόφωνος υπήκοος», πβ. τα παράγωγα Ουαλός, Βαλλόνος) και προήλθε από το λατινικό Volcae (= Ουάλκες), όνομα εκλατινισμένου κελτικού φύλου είτε β) από την (αμάρτυρη) λέξη *Βαλάχος, που ανάγεται στη αραβική λέξη fellah (= γεωργός).
βούκινο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη βούκινον (= σάλπιγγα από κέρατο), που προήλθε από τη λατινική λέξη bucina (είδος σάλπιγγας), σύνθετη από τον ήχο bu + ρήμα cano (= τραγουδώ).
«κάνω βούκινο»: φράση που σημαίνει «διαλαλώ, κάνω γνωστό σε όλους» και προέρχεται από την παλαιότερη συνήθεια του τελάλη να χρησιμοποιεί τη σάλπιγγα για να ειδοποιήσει τον κόσμο, πριν κάνει μια ανακοίνωση.
βουλκανιζατέρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη vulcanisateur (= συσκευή βελτίωσης των ελαστικών με θειάφι), παράγωγο του ρήματος vulcaniser, που προήλθε από το αγγλικό ρήμα vulcanise. Αυτό ανάγεται στο λατινικό όνομα Vulcanus (= Ήφαιστος), ο θεός της φωτιάς, ο οποίος στη μυθολογία συνδεόταν με την δράση του ηφαιστείου της Αίτνας στη Σικελία, ενώ χαρακτηριστικό προϊόν των ηφαιστείων αποτελεί το θειάφι.
βοηθός: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από τη λέξη βοηθόος, η οποία προήλθε στη φράση (επί) βοήν θέω, που σημαίνει «τρέχω προς την κραυγή, δηλαδή σπεύδω προς κάποιον που φωνάζει για επικουρία».
βραχίονας: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο βραχίων, αιτιατική τον βραχίονα, η οποία προήλθε πιθανόν από το συγκριτικό βαθμό βραχίων (= κοντύτερος) του επιθέτου βραχύς, εφόσον αρχικά η λέξεη αυτή δήλωνε όχι το μπράτσο αλλά την ωμοπλάτη, η οποία είναι πιο κοντή από τον πήχη του χεριού.
~ Από τη λέξη βραχίων προέρχονται γλωσσικά αντιδάνεια, όπως α) η λέξη μπρασελέ (βλ.λ.), β) μπράτσο (βλ.λ.) αλλά και γ) η λέξη βραχιόλι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη βραχιόλιν και αυτή από τη λατινική bracchiolum (= μικρός βραχίονας), υποκοριστικό της λέξης bracchium (= μπράτσο), που ανάγεται στη λέξη βραχίων.
βρόμα: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, παράγωγο του αρχαίου ρήματος βρομώ, που σήμαινε αρχικά «θορυβώ» και προήλθε από τη λέξη ο βρόμος (= κρότος), παράγωγο του ρήματος βρέμω (= βροντώ). Η σημασιολογική αλλαγή του ρήματος βρομώ από «θορυβώ» στην έννοια «μυρίζω άσχημα» οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένοι ήχοι, π.χ. του σώματος, συνοδεύονται από δυσοσμία. Επίσης, η παλαιότερη γραφή της λέξης βρόμα με ωμέγα (βρώμα) είναι λανθασμένη, επειδή προέρχεται από την εκκλησιαστική φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία», όπου η αρχαία λέξη το βρώμα (= τροφή) συνδέθηκε λανθασμένα με την έννοια της επόμενης λέξης δυσωδία (= δυσοσμία).
~ Από το ρήμα βρέμω προέρχονται οι αρχαίες λέξεις α) βροντή και β) ο βρόμος (είδος δημητριακού), που παρήγαγε τη μεσαιωνική λέξη βρόμη (ή λανθασμένα στα νεοελληνικά βρώμη). Η ονομασία του φυτού αυτού προέρχεται πιθανόν είτε από το θόρυβο που κάνει με το παραμικρό φύσημα του ανέμου είτε επειδή παλαιότερα πιστευόταν ότι προστάτευε από τους κεραυνούς.
βυζαντινός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από το γαλλικό επίθετο byzantin, που προήλθε από το λατινικό Byzantinus, παράγωγο του αρχαίου ονόματος Βυζάντιον, αποικία των Μεγάρων στο Βόσπορο, από το όνομα Βύζας, γενική Βύζαντος, οικιστής από τα Μέγαρα. Ο όρος «Βυζάντιο» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1562 από το Γερμανό J. Wolf στη θέση του όρου «(Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» ή «Ρωμανία», ενώ ο όρος «βυζαντινός» επινοήθηκε μόλις το 1807 στη θέση του όρου «ανατολικός ρωμαϊκός».
βωμολοχία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που παράγεται από τη λέξη βωμολόχος (= πειναλέος επαίτης που παραμονεύει για να κλέψει κρέας από βωμό), σύνθετη από τις λέξεις βωμός + λόχος (= ενέδρα), παράγωγο του ρήματος λοχώ (= παραμονεύω). Επειδή, όμως, στην αρχαιότητα η ενέργεια του βωμολόχου ήταν μια πράξη την οποία απέφευγαν ακόμα και να την αναφέρουν, σύντομα η λέξη απέκτησε τη σημασία «χυδαίος αστεϊσμός, αισχρολογία».