Μ

μαγαζί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μαγαζί(ο)ν, που προήλθε από την ιταλική λέξη magazzino και αυτή από τον πληθυντικό machazin της αραβικής λέξης machzan (= αποθήκη).
μαγαρίζω: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα μεγαρίζω, που σημαίνει «λατρεύω θεό μέσα σε μέγαρα». Αυτό παράγεται από τη λέξη τα μέγαρα ή μάγαρα (λέξη διαφορετική από το μέγαρον = παλάτι), όπως ονομάζονταν τα υπόγεια σπήλαια που ήταν αφιερωμένα στη θεά Δήμητρα και την Περσεφόνη. Η ονομασία τους ανάγεται στην εβραϊκή λέξη me’arah (= σπηλιά). Το ρήμα πήρε τη μειωτική σημασία «μολύνω, μιαίνω» λόγω της αντίθεσης της χριστιανικής θρησκείας προς την ειδωλολατρία.
μαγνήτης: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, η οποία προήλθε από την αρχαία φράση η μαγνήτις (λίθος), που σημαίνει «(ορυκτό) από τη Μαγνησία». Η λέξη μαγνήτις, γενική μαγνήτιδος, παράγεται από το όνομα Μαγνησία, περιοχή της Θεσσαλίας όπου βρέθηκε αυτό το ορυκτό (το όνομά της προήλθε από το όνομα Μάγνης, μακεδονικός λαός).
μαζεύω: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από το ελληνιστικό ρήμα ομαδεύω, το οποίο σημαίνει «αθροίζω» (με την παρετυμολογική επίδραση του ρήματος μαζώνω). Αυτό είναι παράγωγο της αρχαίας λέξης η ομάς, γενική της ομάδος, που προέρχεται από το επίρρημα ομού (= μαζί) και αυτό από το επίθετο ομός (= κοινός).
μαζοχισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά masochism, γαλλικά masochisme), που προήλθε από το επώνυμο του Αυστριακού συγγραφέα L. (von Sacher)-Masoch, ο οποίος περιέγραψε στα έργα του αυτή τη γενετήσια διαταραχή.
μαϊντανός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη maidanoz, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη μακεδονήσι, ονομασία αυτού του φυτού. Αυτή προέκυψε από το ουδέτερο macedonense του λατινικού επιθέτου macedonensis (= μακεδονικός), παράγωγο της λέξης Macedo, που προήλθε από την αρχαία λέξη ο Μακεδών, γενική του Μακεδόνος.
μακάβριος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη macabre, που προήλθε από τη μεσαιωνική φράση (dance de) Macabré, που σημαίνει «(χορός) μακάβριος». Προέρχεται πιθανόν είτε α) από τη λέξη Maccabée, που προήλθε από τη λατινική φράση Maccabeorum (chorea) = Μακκαβαίων (χορός) και ανάγεται στο ελληνιστικό όνομα Μακκαβαίοι, εβραϊκή οικογένεια που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ότι εξεγέρθηκε εναντίον των Ρωμαίων και εξοντώθηκε είτε β) από το όνομα του Γάλλου ζωγράφου Macabré, ο οποίος απεικόνιζε χορούς σκελετών.
μαλώνω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, το οποίο ανάγεται στην (αμάρτυρη) λέξη *ομαλώνω, που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ομαλός, παράγωγο του επιθέτου ομός (= κοινός). Το ρήμα αυτό απέκτησε τη σημασία «επιπλήττω» από τη συνήθη πρακτική να καθίσταται ομαλή, να διορθώνεται, η κακή συμπεριφορά των παιδιών μέσω της επίπληξής τους.
μανούβρα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη manoeuvre, που προήλθε από την αρχαία γαλλική maneuvre ή manuevre (= χειρωνακτική εργασία). Αυτή προέκυψε από τη μεσαιωνική λατινική manuopera, που προήλθε από τη λατινική φράση manu opera, όπου manus (= χέρι) και opus, γενική operis (= έργο).
μανταρίνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως γαλλικά mandarine, αγγλικά mandarin), που προήλθε από την ισπανική λέξη mandarina. Αυτή προέκυψε πιθανόν από την πορτογαλική mandarim (= μανδαρίνος), που προέρχεται από τη μαλαϊκή λέξη menteri και αυτή από τη σανσκριτική mantrin (= σύμβουλος). Ονομάστηκε πιθανόν έτσι, επειδή τα ρούχα των μανδαρίνων έχουν το χαρακτηριστικό χρώμα αυτού του φρούτου.
μα(ν)τζουράνα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη mazorana, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική maioranus. Αυτή προέκυψε από τη λέξη maioracus, που ανάγεται στη λατινική amaracus, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη ο αμάρακος (είδος φυτού).
μαντίλι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μαντήλιν και αυτή από τη λέξη μαντήλιον, που προήλθε από την ελληνιστική μανδήλιον. Η τελευταία ανάγεται στη λατινική mantelium ή mantilium (= μαντηλάκι), παράγωγο της λέξης mantele (= μαντήλι), που προέρχεται από τη λέξη manus (= χέρι).
μαντινάδα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη matinada (= πρωινό τραγούδι), που προήλθε από την ιταλική λέξη mattino (= πρωί). Η τελευταία ανάγεται στη λατινική λέξη matutinum (= πρωινό), που προήλθε από το ουδέτερο του επιθέτου matutinus (= πρωινός), παράγωγο του ονόματος Matuta, η θεά της αυγής.
μαντολάτο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη βενετική λέξη mandola (= αμύγδαλο, μάντολα), που προήλθε από τη λατινική amandula, αυτή από τη λέξη amiddula και αυτή από την αρχαία λέξη αμυγδαλή (= αμυγδαλιά).
μαντολίνο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη mandolino, υποκοριστικό της λέξης mandola (= μάντολα), είδος μουσικού οργάνου. Η τελευταία προέκυψε από τη γαλλική λέξη mandore, αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική pandura και αυτή από την ελληνιστική λέξη πανδούρα, έγχορδο μουσικό όργανο.
μαντράχαλος: πρόκειται για νεοελληνική λέξη, που είναι σύνθετη από τις λέξεις μάντρα + χαλί. Το α΄ συνθετικό είναι μεσαιωνική λέξη και προήλθε από την αρχαία λέξη μάνδρα. Το β΄ συνθετικό, που σημαίνει «διχαλωτό ξύλο» προέρχεται από την (αμάρτυρη) λέξη *διχαλί, αυτή από τη λέξη δίχαλο και αυτή από τη μεταγενέστερη λέξη διχάλα, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο δίχαλος ή δίχηλος (για ζώο που έχει πόδια με δύο χηλές), σύνθετο από τις λέξεις δις + χηλή (= οπλή ζώου). Ο χαρακτηρισμός αυτός για ψηλό άνθρωπο προήλθε από το γεγονός ότι παραλληλίστηκε με την ψηλή διχάλα στην οποία οι βοσκοί παλαιότερα κρεμούσαν τα δοχεία τους για να μην τα φτάνουν τα ζώα.
μαργαρίτα: πρόκειται πιθανόν για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη margarita, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη ο μαργαρίτης (= μαργαριτάρι), που ανάγεται πιθανόν στην περσική λέξη marvarit (= μαργαριτάρι)
~ Παρόμοια είναι και η προέλευση της λέξης μαργαρίνη από την αγγλική λέξη margarine, που προέρχεται από τη φράση margaric (acid). Σημαίνει «μαργαρικό (οξύ)», επειδή εμφανίζει μαργαριταροειδείς κρυστάλλους και προήλθε από την ελληνιστική λέξη μάργαρον (= μαργαριτάρι), παράγωγο της λέξης μαργαρίτης.
μαρίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λέξη marina, θηλυκό του ιταλικού επιθέτου marino (= θαλάσσιος), που προήλθε από το λατινικό επίθετο marinus (= θαλάσσιος), παράγωγο της λέξης mare (= θάλασσα).
μαριονέτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη marionette, που προήλθε από τη μεσαιωνική γαλλική maryonette, η οποία σημαίνει «μικρό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας». Είναι παράγωγο της λέξης Maryon, που είναι υποκοριστικό του ονόματος Marie, το οποίο προέρχεται από το ελληνιστικό όνομα Μαρία ή Μαριάμ και αυτό από το εβραϊκό Marjam.
μάσκα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη masca (= φάντασμα, μάγισσα), που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *basca και αυτή από το ελληνιστικό ρήμα βάσκω (= κακολογώ, λέω μαγικά λόγια).
~ Από τη λέξη masca προέρχεται η ιταλική maschera (= μάσκα), από αυτήν η αγγλική mascara (είδος καλλυντικού) και από αυτήν η νεοελληνική λέξη η μάσκαρα.
~ Επίσης, από τη λέξη masca προήλθε η βενετική mascara (= προσωπιδοφόρος) και από αυτήν η μεσαιωνική λέξη μασκαράς με την ίδια σημασία. Για τη μεταφορική της, όμως, σημασία «απατεώνας, κακοήθης» υπάρχει και η εκδοχή από την τουρκική λέξη maskara (= αναιδής), που προήλθε από την αραβική λέξη maschara.
~ Από τη λέξη masca προήλθε, επιπλέον, η γαλλική masco (= μάγισσα), από αυτήν η λέξη mascoto και από αυτήν η λέξη mascotte (= πράγμα που φέρνει τύχη), από την οποία προέρχεται η νεοελληνική λέξη μασκότ.
μάστορας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη λέξη μαΐστωρ ή μαγίστωρ, που προήλθε από τη λατινική λέξη magister (= άρχοντας, επιστάτης), παράγωγο του επιθέτου magnus (= μεγάλος).
μάτι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μάτι(ν), που προήλθε από την αρχαία λέξη ομμάτιον (= ματάκι), υποκοριστικό της λέξης το όμμα (= οφθαλμός).
μαυσωλείο: προέρχεται από το ελληνιστικό όνομα Μαυσωλείον, ταφικό μνημείο και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που έχτισε στην Αλικαρνασσό για τον εαυτό του ο Μαύσωλος, σατράπης της Καρίας στη Μ. Ασία.
μελαγχολία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το επίθετο μελάγχολος, σύνθετο από τις λέξεις μέλας (= μαύρος) + χολή. Η λέξη αυτή είναι ιατρικός όρος του Ιπποκράτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η ψυχική διάθεση εξαρτάται από την ανάμειξη των σωματικών υγρών στη χολή.
μελιτζάνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την ιταλική λέξη melanzana. Αυτή προήλθε πιθανόν είτε α) από την αραβική λέξη badingan και αυτή από την περσική badingan είτε β) από την ιταλική λέξη melensane, που παράγεται από τη μεσαιωνική λατινική φράση mele insane (= μήλο τρελό) και αυτη από την αντίστοιχη λατινική φράση malum insanum (ονομασία που προέκυψε από παλαιότερη άποψη ότι η υπερβολική κατανάλωση αυτού του καρπού οδηγεί στην τρέλα).
μενταγιόν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη medaillon, που προήλθε από την ιταλική λέξη medaglione και αυτή από τη λέξη medaglia. Η τελευταία παράγεται από τη μεσαιωνική λατινική medalia και αυτή από τη λατινική λέξη metallum, που προήλθε από την αρχαία λέξη μέταλλον. (Η λέξη μέταλλον ανάγεται ίσως στο ρήμα μεταλλώ, το οποίο προήλθε πιθανόν από τη φράση «μετ’ άλλα» με την έννοια «αναζητώ ανάμεσα σε άλλα υλικά).
μεσαίωνας: προέρχεται από τη λέξη ο μεσαίων, αιτιατική μεσαίωνα, που προήλθε από τη λέξη (στην καθαρεύουσα) ο μεσαιών, γενική μεσαιώνος, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις μέσος + αιών, γενική αιώνος. Αποτελεί απόδοση στα ελληνικά ξένων φράσεων, όπως αγγλικά middle ages, γαλλικά moyen âge.
μεταφυσική: προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο μεταφυσικός, που προήλθε από το χαρακτηρισμό «Μετά τα Φυσικά», τον οποίο έδωσε ο φιλόσοφος Ανδρόνικος ο Ρόδιος στο έργο του Αριστοτέλη «Πρώτη Φιλοσοφία», με θέμα τις βασικές αρχές του κόσμου. Ο τίτλος, όμως, αυτός δε σήμαινε «πέρα από τα φυσικά πράγματα», αλλά ότι το κατέταξε στη σειρά αμέσως μετά το έργο του Αριστοτέλη «Φυσικά».
μητρώο: προέρχεται από την αρχαία φράση μητρώον (ιερόν), ναός της μητέρας-θεάς Κυβέλης όπου φυλάσσονταν τα κρατικά αρχεία της Αθήνας. Το επίθετο μητρώος προέρχεται από τη λέξη ο μήτρως (= θείος από τη γενιά της μητέρας) και αυτή από τη λέξη η μήτηρ, γενική της μητρός.
μίζα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη mise (= θέση, βάλσιμο, καταβολή ποσού σε παιχνίδι), που προήλθε από το θηλυκό της μετοχής mis του ρήματος mettre (= θέτω, βάζω), το οποίο ανάγεται στο λατινικό ρήμα mitto (= αφήνω). Η σημασία «εκκινητήρας αυτοκινήτου» προέρχεται, επίσης, από τη γαλλική φράση mise (en marche), που σημαίνει «θέση (σε λειτουργία)».
μιθριδατισμός: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προήλθε από το όνομα Μιθριδάτης (ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ), βασιλιάς του Πόντου, ο οποίος απέκτησε ανοσία στα δηλητήρια, επειδή χορηγούσε στον οργανισμό του μικρές, βαθμιαία αυξανόμενες, δόσεις δηλητηρίου, με σκοπό να αποφύγει πιθανή απόπειρα δηλητηρίασής του από τους αυλικούς του. (Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο περσικό όνομα Mitra, ο περσικός θεός του φωτός Μίθρας).
μίκυ-μάους: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση Mickey (the) mouse, που σημαίνει «Μίκυ (ο) ποντικός», ο πρώτος ήρωας κινουμένων σχεδίων που δημιουργήθηκε το 1928 από τον Αμερικανό ζωγράφο Walt Disney.
μιλώ: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ομιλώ, το οποίο σήμαινε αρχικά «συναναστρέφομαι, έχω ερωτική συνεύρεση», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε την έννοια «συζητώ, συνομιλώ». Προήλθε από τη λέξη όμιλος (= πλήθος λαού), παράγωγο του επιθέτου ομός (= κοινός).
Μοϊκανός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το όνομα της ινδιάνικης φυλής Mohikan, που σημαίνει «λύκος».
«ο τελευταίος των Μοϊκανών»: φράση που σημαίνει «ο τελευταίος που απέμεινε ή επιμένει σε κάτι» και προέρχεται από το ομότιτλο έργο του Αμερικανού συγγραφέα Τζ. Κούπερ, με ήρωα τον τελευταίο επιζήσαντα αυτής της ινδιάνικης φυλής. η οποία αφανίστηκε το 18ο αι.
μοντέλο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη modello, που προήλθε από τη λατινική (αμάρτυρη) λέξη *modellus και αυτή από τη λέξη modulus (= κανόνας, μέτρο), υποκοριστικό της λέξης modus (= τρόπος).
μορφίνη: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη morphine, που προήλθε από το λατινικό όνομα Morpheus και αυτό από το ελληνιστικό όνομα Μορφεύς (αιτιατική τον Μορφέα), θεός των ονείρων (παράγεται από την αρχαία λέξη μορφή).
μοσχάτος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη μόσχος, είδος ασιατικού ελαφιού, από αδένα του οποίου εκκρίνεται αρωματικό υγρό. Η τελευταία προήλθε από την περσική λέξη musk και αυτή από τη σανσκριτική muska (= όρχις, αδένας).
μόσχευμα: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα μοσχεύω. Σήμαινε αρχικά «εκτρέφω μοσχάρι», ενώ έπειτα απέκτησε και την έννοια «ανατρέφω με πολλή φροντίδα» (βλ. και λ. μουσκεύω) και είναι παράγωγο της λέξης μόσχος (= νεογνό αγελάδας).
μουδιάζω: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που προέρχεται από το ρήμα μουδιώ ή αιμωδιάζω, το οποίο προήλθε από το αρχαία ρήμα αιμωδ(ι)ώ (= έχω μουδιασμένο δόντι). Αυτό παράγεται από την (αμάρτυρη) λέξη *αιμωδός, σύνθετη από τις λέξεις *αιμός (= πόνος) + ο οδών ή οδούς, γενική οδόντος.
μούντζα: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μού(ν)τζα, που προήλθε πιθανόν από την (αμάρτυρη) λέξη *μούντα, η οποία ανάγεται στο επίθετο μουντός (που προήλθε από το αρχαίο μύνδος = μουγκός). Η σημασία της λέξης προέρχεται από τη μεσαιωνική συνήθεια να λερώνουν το πρόσωπο των διαπομπευομένων ατόμων με την παλάμη ανοιχτή και γεμάτη από καπνιά, όπως και από τη συνήθεια στην εποχή της Τουρκοκρατίας να αφήνουν πάνω στους τοίχους των οίκων ανοχής αποτύπωμα ανοιχτής παλάμης γεμάτης από πίσσα.
μούσα: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Μούσα (καθεμιά από τις εννέα θεότητες προστάτιδες των τεχνών), το οποίο προήλθε διαδοχικά από τις (αμάρτυρες) λέξεις *μόν-σα, *μόνσ-σα, *μόνθ-jα, που προέκυψαν από το θέμα μαθ- (πβ. μανθ-άν-ω, αόριστος β΄ έ-μαθ-ον).
~ Από τη λέξη αυτή παράγονται οι αρχαίες λέξεις α) Μουσείον (= χώρος αφιερωμένος στις Μούσες και στις τέχνες) και β) το επίθετο μουσικός, από το οποίο προήλθε η φράση μουσική (τέχνη), η οποία δήλωνε αρχικά κάθε τέχνη που προστατευόταν από τις Μούσες.
μουσκεύω: προέρχεται από το μεσαιωνικό ρήμα μο(υ)σκεύω, το οποίο προήλθε από το αρχαία ρήμα μοσχεύω. Σήμαινε αρχικά «εκτρέφω μοσχάρι», ενώ έπειτα απέκτησε και την έννοια «μεταφυτεύω παραφυάδα» (βλ. και λ. μόσχευμα) και είναι παράγωγο της λέξης μόσχος (= νεογνό αγελάδας). Η σημερινή σημασία «υγραίνω» οφείλεται στο γεγονός ότι συνήθως πριν μεταφυτευτούν οι παραφυάδες διατηρούνται υγρές μέσα στο νερό.
μοχθηρός: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από το ουσιαστικό μόχθος (= κόπος), με την αρχική σημασία «αυτός που εργάζεται πολύ, που κοπιάζει», ενώ έπειτα απέκτησε τη μειωτική σημασία «κακόβουλος, φθονερός». Η σημασιολογική αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στην αρνητική στάση των αρχαίων Αθηναίων απέναντι στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία θεωρούσαν κατάλληλα για δούλους και όχι για ελεύθερους πολίτες (βλ. και λ. βάναυσος, πονηρός).
μπαλάντα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη balada, παράγωγο του ρήματος balar (= χορεύω). Αυτό προήλθε από το μεταγενέστερο λατινικό ρήμα ballo, που ανάγεται στο αρχαίο ρήμα βαλλίζω (= χορεύω), το οποίο παράγεται από το ρήμα βάλλω (= ρίχνω).
~ Επίσης, από την παρόμοια γαλλική λέξη ballade (= μπαλάντα) προέρχεται η λέξη balade (= περίπατος) και από αυτήν το ρήμα (se) balader (= περιφέρομαι). Αυτό παρήγαγε τη λέξη baladeur (= περιφερόμενος), απ’ όπου προήλθε α) η λέξη μπαλαντέρ (= ανεξάρτητο τραπουλόχαρτο), αλλά και β) μέσω της λέξης baladeuse (θηλυκό του baladeur) η λέξη μπαλαντέζα (= μεταφερόμενο καλώδιο ρεύματος).
μπάνιο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την ιταλική λέξη bagno, που προήλθε από την λατινική bannium και αυτή από τη λέξη bal(i)neum. Η τελευταία προέρχεται από την αρχαία λέξη είτε α) το βαλανείον (= λουτρό) είτε β) η βάλανος, που σήμαινε αρχικά «βελανίδι», έπειτα όμως και «κούπα, φιάλη».
~ Από τη λέξη μπάνιο, επίσης, προέρχεται και το νεοελληνικό ρήμα μπανίζω (= κρυφοκοιτάζω), του οποίου η σημασία προήλθε από το γεγονός ότι συνήθως στις παραλίες γίνεται το κρυφοκοίταγμα των ανδρών προς τις γυναίκες που κάνουν μπάνιο.
μπάρμπας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, που σήμαινε αρχικά «γενειοφόρος» και προέρχεται από την ιταλική λέξη barba (= γένι, σεβάσμιος άνδρας), η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη barba (= γένι).
«έχω μπάρπα στην Κορώνη»: φράση που σημαίνει «έχω ισχυρό μέσον» και οφείλεται στο γεγονός ότι επί Τουρκοκρατίας η πόλη Κορώνη της Μεσσηνίας αποτελούσε διοικητικό κέντρο, με αποτέλεσμα όποιος είχε εκεί συγγενή ή γνωστό κάποιο διοικητικό υπάλληλο να μπορεί εύκολα να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του.
~ Από τη λατινική λέξη barba προέρχεται, επίσης, και η βενετική λέξη barbon, από την οποία προήλθε η λέξη μπαρμπούνι, είδος ψαριού, το οποίου η ονομασία οφείλεται στην ύπαρξη τριχών, σαν μουστάκια, δίπλα στο στόμα του.
μπιέλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο και προέρχεται από τη γαλλική λέξη bielle (= διωστήρας, ιμάντας).
«βγήκα ή χτυπάω μπιέλα»: φράση που σημαίνει «εξαντλούμαι» και προέρχεται από τη συνηθισμένη βλάβη των παλαιότερων αυτοκινήτων, η οποία οφειλόταν στο βγάλσιμο ή την κοπή του ιμάντα μετάδοσης της κίνησης.
μπικίνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη bikini, που προήλθε από το όνομα Bikini, ενός νησιού στον Ειρηνικό ωκεανό, όπου έγιναν το 1946 δοκιμές ατομικών βομβών από τους Αμερικανούς. Η ονομασία αυτού του είδους μαγιό οφείλεται στο Γάλλο σχεδιαστή L. Reard, ο οποίος θέλησε να του δώσει «εκρηκτική» εμφάνιση και όνομα.
μπισκότο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη μπισκόττιν, που προήλθε από την ιταλική λέξη biscotto, σύνθετη από τις λατινικές λέξεις bis (= δύο φορές) + coctus, μετοχή του ρήματος coquo (= ψήνω).
μπόγιας: πρόκειται πιθανόν για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από την ιταλική λέξη boja (= δήμιος), που προήλθε από τη λατινική λέξη boja (= κλοιός, δερμάτινο κολάρο). Αυτή ανάγεται πιθανόν στην αρχαία λέξη η βοεία (= λουρί από δέρμα βοδιού), θηλυκό του επιθέτου βόειος (= βοδινός), παράγωγο της λέξης ο βους, γενική βοός (= βόδι).
μποέμ(ικος): πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική bohème, που σήμαινε αρχικά «τσιγγάνος από την Βοημία», ενώ έπειτα και «περιπλανώμενος». Παράγεται από το όνομα Bohême (= Βοημία), επαρχία της Τσεχίας (που προήλθε από το λατινικό Boii, όνομα κελτικού λαού, το οποίο ανάγεται στην κελτική λέξη bhoi = μάχη).
μποϊκοτάζ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη boycottage, που προήλθε από την αγγλική λέξη boycott. Αυτή προέκυψε από το επώνυμο του C. Boycott, Άγγλου κτηματία στην Ιρλανδία του 19ο αι., στα χωράφια του οποίου οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να εργαστούν, επειδή αυτός δε δεχόταν να μειώσει το ποσό ενοικίασης.
μπολιάζω: προέρχεται από το ρήμα εμβολιάζω, που προήλθε από τη λέξη εμβόλιο και αυτή από την ελληνιστική λέξη εμβόλιον (= δόρυ). Αυτή προήλθε από την αρχαία λέξη έμβολον (= πάσσαλος, προεξοχή πλώρης για επίθεση σε εχθρικό πλοίο), ουδέτερο του επιθέτου έμβολος, που είναι παράγωγο του ρήματος εμβάλλω, σύνθετο από τις λέξεις εν + βάλλω (= ρίχνω).
μπουκάλι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη (μ)πουκάλι, που προήλθε από την ιταλική boccale και αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική baucalis, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη βαύκαλις, είδος δοχείου.
μπούσουλας: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την ιταλική bussola (= πυξίδα), η οποία προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική buxula, που ανάγεται στη μεταγενέστερη λατινική buxida. Αυτή προέρχεται από την ελληνιστική λέξη η πυξίς, αιτιατική πυξίδα (= ξύλινη θήκη για κοσμήματα), παράγωγο της αρχαίας λέξης η πύξος (είδος δένδρου).
μποφόρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη beaufort, που προήλθε από το επώνυμο του Άγγλου ναύαρχου F. Beaufort, ο οποίος επινόησε αυτή την κλίμακα μέτρησης της έντασης των ανέμων.
μπράβος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από το ιταλικό επίθετο bravo (= γενναίος). Αυτό προήλθε από το γαλλικό επίθετο brau (= άγριος), που προέκυψε από το λατινικό barbarus, το οποίο ανάγεται στο αρχαίο επίθετο βάρβαρος.
μπράντι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη brandy, αυτή από τη λέξη brandy-wine και αυτή από την ολλανδική brandewijn, σύνθετη από τις λέξεις brande (= ψημένος, απεσταγμένος) + wijn (= κρασί, πβ. αγγλικά wine).
μπρασελέ: πρόκειται για αντιδάνειo, προέρχεται από τη γαλλική λέξη bracelet, παράγωγο της λέξης bras (= βραχίονας). Αυτή προήλθε από τη λατινική bracchium, που ανάγεται στην αρχαία λέξη βραχίων (βλ.λ. βραχίονας).
~ Από τη λέξη bracchium, επίσης, προέρχεται και η βενετική λέξη brazzo (= βραχίονας), από την οποία προήλθε α) η μεσαιωνική λέξη μπράτσο και β) η λέξη brazzera (είδος πλοίου), από την οποία παράγεται η λέξη μπρατσέρα.
μπριγιάν(τι): πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μετοχή brillant του γαλλικού ρήματος briller (= λάμπω), που προήλθε από το ιταλικό ρήμα brillare (= λάμπω) και αυτό από τη λέξη brillo. Η τελευταία προέκυψε από τη λατινική λέξη beryllus, που ανάγεται στην ελληνιστική λέξη βήρυλλος (είδος πολύτιμου λίθου), που προήλθε από τη λέξη βηρύλλιον. Αυτή ανάγεται στην ινδική λέξη veruliya, αυτή στη λέξη veluriya και αυτή στο όνομα Velur, πόλη της Ινδίας, με εμπόριο πολύτιμων λίθων.
μυς: πρόκειται για την αρχαία λέξη ο μυς, γενική του μυός, η οποία εκτός από την έννοια για το ζώο «ποντίκι» (βλ.λ.) δηλώνει και το γνωστό ινώδες όργανο του σώματος, επειδή οι συσπάσεις του εμφανίζουν ομοιότητα με τις κινήσεις αυτού του ζώου.
μυστήριος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, προέρχεται από την αρχαία λέξη μυστήριον (= απόκρυφη τελετή), που προήλθε από τη λέξη μύστης (= μυημένος). Αυτή παράγεται από το ρήμα μύω (= κλείνω τα μάτια ή τα χείλη), το οποίο προήλθε από τη λέξη μυ (ο ήχος των χειλιών όταν ρουφούν).
~ Από το ρήμα μύω προέρχεται, επίσης, και το αρχαίο ρήμα μυώ (= εισάγω κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια), από το οποίο παράγεται η ελληνιστική λέξη μύησις και η νεοελληνική λέξη μύηση.
~ Επιπλέον, η αρχαία λέξη μύωψ (αιτιατική μύωπα), είναι σύνθετη από το ρήμα μύω + η *ωψ, γενική της ωπός (= όψη, βλέμμα), από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη μύωπας. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι οι μύωπες συνηθίζουν να κλείνουν λίγο τα βλέφαρά τους για να μπορέσονυ να δουν καθαρότερα.
μωσαϊκό: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη mosaico, που προήλθε από τη μεσαιωνική λατινική musaicus, που σημαίνει «ψηφιδωτό σε σπήλαιο αφιερωμένο στις Μούσες». Είναι παράγωγο της λατινικής λέξης Musa, που προέρχεται από την αρχαία λέξη Μούσα, τη θεότητα προστάτιδα των τεχνών.