σαγκουΐνι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από ξένη λέξη (όπως γαλλικά sanguin,
ιταλικά sanguineo), που
προήλθε από το λατινικό επίθετο
sanguineus (= αιματόχρωμος),
παράγωγο της λέξης sanguis,
γενική sanguinis (=
αίμα).
σαδισμός:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη sadisme, που
προήλθε από το επώνυμο του Γάλλου
συγγραφέα (Marquis
de) Sade, ο οποίος περιέγραψε στα
έργα του αυτή τη γενετήσια διαταραχή.
σαλάμι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τον πληθυντικό salami της
ιταλικής λέξης salame, η οποία προήλθε
από τη μεσαιωνική λατινική salamentum
και αυτή από τη λατινική λέξη
salsamentum (= άλμη, παστό ψάρι). Η
τελευταία παράγεται από το ρήμα salso
(= αλατίζω), το οποίο προήλθε από τη μετοχή
salsus του ρήματος salio (=
αλατίζω), παράγωγο της λέξης sal
(= αλάτι).
~
Παρόμοια είναι, επίσης, και η προέλευση
α) της λέξης σάλτσα (βλ.λ.), αλλά και
β) της λέξης σαλάτα: προέρχεται από
τη μετοχή insalata (= αλατισμένη) του
ιταλικού ρήματος insalare (= αλατίζω),
σύνθετο από τις λέξεις in (= εν) +
sale (= αλάτι), που προήλθαν από τις
λατινικές in (= εν) και sal.
σαλμονέλα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη salmonella,
που προήλθε από το επώνυμο του Αμερικανού
κτηνίατρου D. Salmon,
ο οποίος ανακάλυψε το μικρόβιο αυτό.
σαλτιμπάγκος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη saltimbanco,
που προήλθε από τη φράση salta in
banco (= πηδώ σε σανίδι). Το ρήμα saltare
(= πηδώ) ανάγεται στο λατινικό salto
(= χορεύω) και αυτό στη λέξη saltus
(= άλμα), παράγωγο του ρήματος salio
(= πηδώ). Η λέξη banco προήλθε
από τη γερμανική Bank (= πάγκος).
~
Από το ρήμα saltare, επίσης,
προέρχεται και το νεοελληνικό ρήμα
σαλτάρω.
σάλτσα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη salsa, που
προήλθε από τη μετοχή salsa (=
αλατισμένη) του λατινικού ρήματος
salio (= αλατίζω), παράγωγο της λέξης sal
(= αλάτι).
σαμουράι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιαπωνική λέξη samurai,
τίτλος ευγενή φεουδάρχη, που παράγεται
από το ρήμα samurafi (= υπηρετώ),
σύνθετο από το πρόθεμα sa- +
ρήμα morafi (= επαγρυπνώ).
σαμπάνια:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη champagne,
που προήλθε από το όνομα Champagne
(= Καμπανία), γαλλική περιοχή, όπου
το 17ο αι. παρασκευάστηκε αυτό το είδος
αφρώδους οίνου. Το όνομα της περιοχής
προέρχεται από το λατινικό Campania,
παράγωγο της λέξης campus (= κάμπος).
σαμποτάζ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη sabotage,
που σημαίνει «δολιοφθορά» και προήλθε
από το ρήμα saboter (= χτυπώ με
παπούτσι), παράγωγο της λέξης sabot
(= ξύλινο παπούτσι, το σαμπό), η οποία
ανάγεται στην αρχαία γαλλική λέξη
savate (= φθαρμένο παπούτσι).
Η σημασία «δολιοφθορά» προέρχεται
πιθανόν από την εποχή της βιομηχανικής
επανάστασης, όταν κάποιοι εργάτες
χτύπησαν με τα ξύλινα παπούτσια τους
τις πρώτες αυτόματες μηχανές από
αντίδραση επειδή απειλούνταν άμεσα οι
δουλειές τους.
σαμπουάν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη shampooing,
που προήλθε από την αγγλική λέξη
shampoo, παράγωγο του ρήματος champo
(= μαλάσσω), που ανάγεται στο ινδικό
ρήμα campna (= μαλάσσω, πιέζω).
σαμπρέλα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική φράση chambre à
air (= αεροθάλαμος), όπου chambre (= δωμάτιο,
θάλαμος), à ( = από) και air (από την
αρχαία λέξη ο αήρ, γενική αέρος).
σαντιγί:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη chantilly,
που προήλθε από το όνομα Chantilly,
γαλλική πόλη, όπου παρασκευάστηκε αυτό
το είδος κρέμας.
σάντουιτς:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη sandwich,
η οποία προήλθε από το όνομα Sandwich,
αγγλική περιοχή, στην οποία κόμης κατά
το 18ο αι. ήταν ο J. Montagu,
ο οποίος επινόησε αυτό το είδος πρόχειρου
φαγητού για να μην αποσπάται από το
πάθος του για την χαρτοπαιξία.
σαξόφωνο:
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
saxophone, σύνθετη από το επώνυμο
του Βέλγου κατασκευαστή μουσικών
οργάνων A. Sax, + αρχαία
λέξη φωνή.
Σαρακοστή:
προέρχεται από το μεσαιωνικό επίθετο
σαρακοστός, το οποίο προήλθε
από το αρχαίο τεσσαρακοστός
(σε αναλογία προς το μεσαιωνικό
σαράκοντα, που προήλθε από το αρχαίο
τεσσαράκοντα, επειδή η πρώτη συλλαβή
θεωρήθηκε ως άρθρο: τες σαράκοντα). Η
ονομασία προήλθε από το γεγονός ότι
αυτή η περίοδος νηστείας διαρκεί σαράντα
ημέρες πριν την εορτή του Πάσχα.
σαρδάμ:
προέρχεται από το επώνυμο Μαδράς,
Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης, ο
οποίος δημιούργησε αυτή τη λέξη με
αντίστροφη ανάγνωση του ονόματός του,
για να δηλώσει με τον τόπο αυτό το
μπέρδεμα του λόγου.
σαρδανάπαλος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από το αρχαίο όνομα Σαρδανάπαλος,
που προήλθε από το ακκαδικό όνομα
Assurbanapli, ο Ασσύριος
βασιλιάς Ασσουρμπανιμπάλ, ονομαστός
για την τρυφηλή ζωή που έκανε. Το όνομα
Assur-ban-apli
σημαίνει πιθανόν «ο (θεός) Ασσούρ
δημιουργεί τον ήλιο».
σαρίκι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, που
προέρχεται είτε α) από την τουρκική
λέξη sarik είτε β) από τη
μεσαιωνική λέξη σαρίκι.
Αυτές προήλθαν από τη λέξη καισαρίκιον
(= καισαρικό στέμμα), παράγωγο του
ελληνιστικού ονόματος Καίσαρ,
που προήλθε από το λατινικό όνομα
Caesar (βλ.λ. καίσαρας).
σατέν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη satin και
αυτή από τη λέξη zatouin, που προήλθε
από την αραβική φράση (atlas)
zaytuni. Η τελευταία σημαίνει
«(ατλάζι) από τη Ζαϊτούν», από το όνομα
Zaytun, που προήλθε από το κινεζικό
Tseu-Tong, πόλη της Κίνας, όπου
παραγόταν αυτό το είδος υφάσματος
(ατλάζι = μεταξωτό ύφασμα).
σατιρικός:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από το γαλλικό επίθετο satirique,
που προήλθε από τη λατινική λέξη
satira, είδος σκωπτικού ποιήματος
με ποικιλία θεμάτων. Η λέξη αυτή παράγεται
από τη λέξη satura (= ποικιλία), που
προήλθε από το επίθετο satur
(= κορεσμένος, πλήρης), παράγωγο του
επιρρήματος satis
(= επαρκώς, αρκετά).
(Αντίθετα,
το αρχαίο επίθετο σατυρικός σημαίνει
«αυτός που αναφέρεται στους Σατύρους»,
τους τραγόμορφους ακόλουθους του θεού
Διονύσου).
σατράπης:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αρχαία λέξη σατράπης
ή εξαιθράπης, που προήλθε από
την αρχαία περσική (αμάρτυρη) λέξη
*xsathra-pa (= της χώρας προστάτης).
σαφάρι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αφρικανική (γλώσσα σουαχίλι)
λέξη safari, που προήλθε από
την αραβική λέξη safar (= ταξίδι).
σελοφάν:
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
cellophane, σύνθετη από το cello-
+ αρχαίο ρήμα φαίνομαι. Το
πρώτο συνθετικό προήλθε από τη λέξη
cellulose (=
κυτταρίνη), που ανάγεται στη λατινική
λέξη cellula (= κελλί), υποκοριστικό
της λέξης cella (= θάλαμος).
~
Παρόμοια σχηματίστηκε και η λέξη
σελοτέιπ, σύνθετη από το cello-
+ αγγλική λέξη tape
(= ταινία).
σελίδα:
προέρχεται από την αρχαία λέξη
σελίς, αιτιατική σελίδα, η
οποία σήμαινε αρχικά «πέτρινο δοκάρι
ή κάθισμα, σανίδα κωπηλάτη», ενώ στην
ελληνιστική εποχή απέκτησε την
έννοια «στήλη παπύρου, η μία όψη του
φύλλου ενός βιβλίου».
σεμινάριο:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη λατινική λέξη seminarium
(= φυτώριο), που προήλθε από το επίθετο
seminarius (=
σπερμικός) και αυτό από τη λέξη semen,
γενική seminis (= σπόρος),
παράγωγο του ρήματος sero (= σπέρνω).
σενάριο:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από την ιταλική λέξη
scenario, που προήλθε από τη λατινική
scenarium (= σκηνικό), υποκοριστικό
της λέξης scena, που ανάγεται στην
αρχαία λέξη σκηνή.
σεντ(ς),
το: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο,
προέρχεται από την αγγλική λέξη
cent, πληθυντικός
cents (= το 1/100 του δολαρίου),
που προήλθε από το λατινικό επίθετο
centessimus (= εκατοστός),
παράγωγο του αριθμητικού centum
(= εκατό).
σερβιτόρος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη servitore
(= υπηρέτης), που προήλθε από τη μεταγενέστερη
λατινική servitor.
Η λέξη αυτή ανάγεται στο λατινικό ρήμα
servio (= δουλεύω,
υπηρετώ), παράγωγο της λέξης servus
(= δούλος).
~
Από το ρήμα servio προήλθε,
επίσης, η λατινική λέξη servitium
(= υπηρεσία), από την οποία παράγεται η
ιταλική λέξη servizio
και από αυτή η νεοελληνική λέξη
σερβίτσιο.
σιαμαίος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη λέξη Σιάμ, που προήλθε
από την αγγλική λέξη Siam (=
Ταϋλάνδη) και αυτή από την ταϋλανδική
sayam, που ανάγεται
στη σανσκριτική syama
(= σκούρος, καφετής).
– «σιαμαία
αδέλφια»: η ονομασία αυτή οφείλεται
στους πρώτους διάσημους Ταϋλανδούς
δίδυμους με ενωμένα σώματα Τσαγκ και
Ενγκ (1811-1874), οι οποίοι έκαναν περιοδείες
στην Ευρώπη και την Αμερική.
σίγουρος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι
μεσαιωνική λέξη και προέρχεται
από το ιταλικό επίθετο sicuro
(= βέβαιος), που προήλθε από το λατινικό
securus (= άφοβος),
σύνθετο από το στερητικό se-
+ cura (= φροντίδα).
σιέστα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ισπανική λέξη siesta
(= μεσημεριανός ύπνος), που προήλθε από
τη μεταγενέστερη λατινική φράση
sexta (hora)
= έκτη (ώρα), η ώρα του μεσημεριού σύμφωνα
με το καθολικό ημερολόγιο. Η φράση αυτή
προέρχεται από τις λατινικές λέξεις
sex (= έξι) και hora
(από την αρχαία λέξη ώρα).
σικλαμέν:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
σημαίνει «απόχρωση στο χρώμα του
κυκλάμινου» και προέρχεται από τη
γαλλική λέξη cyclamen,
που προήλθε από τη λατινική cyclaminon.
Αυτή προέρχεται από την ελληνιστική
λέξη η κυκλάμινος, είδος φυτού,
που προήλθε από την αρχαία λέξη
κύκλος, πιθανόν λόγω του κυκλικού βολβού
του.
σιλικόνη:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από ξένη λέξη (όπως αγγλικά silicon),
που προήλθε από τη νεολατινική
silica (= διοξείδιο πυριτίου) και
αυτή από τη λατινική λέξη silex,
γενική silicis (= χαλίκι,
πυρίτης).
σιλουέτα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη silhouette,
η οποία προήλθε από τη φράση (à la)
silhouette, που οφείλεται στο επώνυμο
του E. de Shilouette, ο οποίος υπήρξε
υπουργός οικονομικών της Γαλλίας. Η
σημασία της λέξης προέρχεται από το
γεγονός ότι ο υπουργός αυτός είτε α)
είχε διακοσμήσει το σπίτι του με
περιγράμματα μορφών είτε β) είχε μια
τόσο σύντομη παραμονή στο υπουργείο
οικονομικών ώστε πέρασε σχεδόν
«απαρατήρητη».
σιμιγδάλι:
πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που
προέρχεται από την ελληνιστική λέξη
σεμιδάλι(ο)ν (με
την επίδραση της λέξης αμύγδαλον),
παράγωγο της αρχαίας λέξης η σεμίδαλις
(= σιτάλευρο), που έχει προέλευση
από γλώσσα της Ανατολής.
σίριαλ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από το αγγλικό επίθετο serial (=
σειριακός, συνεχής), παράγωγο της λέξης
series (= σειρά), που προήλθε από τη
λατινική λέξη series (= σειρά),
παράγωγο του ρήματος sero (= συνδέω).
σκαιός:
πρόκειται για αρχαίο
επίθετο, που σήμαινε αρχικά «αριστερός»,
ενώ έπειτα «δυσοίωνος, αδέξιος, τραχύς».
Η σημασιολογική
αυτή αλλαγή της λέξης οφείλεται στην
αρχαία μαντική τέχνη της οιωνοσκοπίας,
σύμφωνα με την οποία η δεξιά μεριά ήταν
ευοίωνη ενώ η αντίθετή της δυσοίωνη
(βλ. και λ. αριστερός).
σκάκι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη μεσαιωνική λέξη σκάκος,
που προήλθε από την ιταλική λέξη
scacco, αυτή από την αρχαία
γερμανική *skak και αυτή από την
περσική λέξη shah (= βασιλιάς,
σάχης).
σκάλα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι
ελληνιστική λέξη και προέρχεται
από τη λατινική λέξη scala (=
κλίμακα), παράγωγο του ρήματος scando (=
ανεβαίνω).
σκαμπίλι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη brusquembille
(= ράπισμα), είδος χαρτοπαίγνιου, που
προήλθε από το ρήμα brusquer (= φέρομαι
απότομα). Αυτό προέρχεται από το ιταλικό
επίθετο brusco (= σκληρός), το
οποίο προήλθε από το μεταγενέστερο
λατινικό bruscum και αυτό από τη
λατινική λέξη ruscum
(είδος αγκαθιού).
σκετς:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από την αγγλική λέξη
sketch (= σκίτσο), που προήλθε είτε
α) από την ολλανδική schets είτε
β) από τη γερμανική Skizze, οι
οποίες προήλθαν από την ιταλική λέξη
schizzo (= σκίτσο, βλ.λ.).
σκίουρος:
πρόκειται για ελληνιστική λέξη,
σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις σκιά
+ ουρά. Η ονομασία αυτή προήλθε
από την αντίληψη ότι το ζώο αυτό μπορεί
να κάνει σκιά στον εαυτό του με τη
φουντωτή ουρά του.
σκίτσο:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από την ιταλική λέξη
schizzo, που προήλθε από τη λατινική
schedium και αυτή από τη λέξη
schedius. Η τελευταία προήλθε από
το αρχαίο επίθετο σχέδιος
(= αυτοσχέδιος), παράγωγο του επιρρήματος
σχεδόν, που προέρχεται από το
απαρέμφατο αορίστου β΄ σχειν του ρήματος
έχω.
σκλάβος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, πρόκειται
για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται
από το όνομα Στλάβος, αυτό από
το Σθλάβος και αυτό από το Σλάβος,
που προήλθε από τον πληθυντικό slovenim
της σλαβικής λέξης slovene. Η σημασία
αυτής της λέξης προήλθε από το γεγονός
ότι κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους
σλαβικοί πληθυσμοί πωλούνταν συχνά ως
δούλοι στους Γερμανούς και τους
Βυζαντινούς (πβ. και αγγλικό slave,
που προήλθε από το μεσαιων. λατινικό
sclavus και αυτό από το
σκλάβος).
σκονάκι:
πρόκειται για υποκοριστικό της
νεοελληνικής λέξης σκόνη,
που προήλθε από την αρχαία λέξη η
κόνις, γενική της κόνιος ή
της κόνεως. Η λέξη σκονάκι σήμαινε αρχικά
«μικρή ποσότητα φαρμάκου σε μορφή σκόνης
μέσα σε διπλωμένο κομμάτι χαρτιού», ενώ
έπειτα απέκτησε και την έννοια «το κρυφό
χαρτάκι με σημειώσεις από το οποίο
αντιγράφει ο μαθητής σε γραπτές
εξετάσεις».
σκορπώ:
προέρχεται από το ελληνιστικό ρήμα
σκορπίζω (= διασπείρω), που προήλθε
από την αρχαία λέξη σκορπίος
(= σκορπιός) με την ελληνιστική
σημασία «είδος πολεμικής μηχανής για
την εκτόξευση βελών».
σκοτώνω:
πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που
προέρχεται από το αρχαίο ρήμα σκοτώ
(= συσκοτίζω, τυφλώνω), παράγωγο της λέξης
σκότος (= σκοτάδι). Η σημασία του
ρήματος προήλθε από την αρχαία έννοια
«στέλνω κάποιον στο σκότος του Άδη, στο
σκοτάδι του θανάτου».
σκουλαρίκι:
προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη
σχολαρίκιον, η οποία προήλθε
από τη φράση σχολαρικόν
(ενώτιον), που σήμαινε το κόσμημα
στο αφτί που φορούν οι «σχολάριοι»,
δηλαδή οι φρουροί των βυζαντινών
ανακτόρων, οι οποίοι έμεναν σε ειδικούς
στρατώνες που λέγονταν «σχολές».
σλόγκαν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη slogan (=
σύνθημα) και αυτή από τη λέξη slogorn,
που προήλθε από την κελτική
sluagh-ghairn
(= πολεμική ιαχή), σύνθετη από τις λέξεις
sluagh (= στρατός) +
ghairn (= κραυγή).
σμόκιν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη smoking,
που προήλθε από τη φράση smoking(-jacket),
που σημαίνει «(σακάκι) για το κάπνισμα»,
είδος ενδυμασίας που φοριόταν για το
κάπνισμα που ακολουθούσε μετά το δείπνο.
Η λέξη smocking είναι μετοχή του ρήματος
smock (= καπνίζω).
σνομπ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη snob, που
προήλθε πιθανόν από τη λατινική
φράση s(ine) nob(ilitate),
που σημαίνει «χωρίς τίτλο ευγενείας»
και αποτελείται από τις λέξεις sine
(= χωρίς) και nobilitas (=
ευγένεια). Η λέξη snob δήλωνε
αρχικά τον υποδηματοποιό, έπειτα τον
κοινό άνθρωπο και κατόπιν τον καυχησιάρη,
τον ψευτοαριστοκράτη.
σοβινισμός:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη chauvinisme
(= εθνικισμός), που προήλθε από το επώνυμο
του Γάλλου στρατιώτη N. Chauvin,
φανατικού οπαδού του Μ. Ναπολέοντα.
σοκολάτα:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ισπανική λέξη chocolate,
που προήλθε από την ινδιάνικη (γλώσσα
των Αζτέκων) λέξη chocolatl (= ρόφημα
από κακάο, βλ.λ.).
σομόν:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, σημαίνει
«απόχρωση στο χρώμα του σολομού» και
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
saumon (= σολομός), η
οποία προήλθε από τη λατινική λέξη
salmo, γενική
salmonis, που έχει κελτική
προέλευση.
σόναρ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την αγγλική λέξη sonar,
η οποία προήλθε από τα αρχικά SO.NA.R.
της φράσης SO(und)
NA(vigation)
R(anging),
που σημαίνει «εντοπισμός με ηχητική
ανίχνευση».
Σ.Ο.Σ.:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τα αρχικά S.O.S.
της αγγλικής φράσης S(ave)
O(ur)
S(ouls),
διεθνές τηλεγραφικό σήμα κινδύνου, που
σημαίνει «σώστε τις ψυχές μας».
σοσιαλισμός:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από ξένη λέξη (όπως γαλλικά socialisme,
αγγλικά socialism), που
προήλθε από το λατινικό επίθετο
socialis (= κοινωνικός),
παράγωγο της λέξης socius
(= σύμμαχος).
σοφέρ:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη γαλλική λέξη chauffeur,
που σήμαινε αρχικά «θερμαστής», δηλαδή
αυτός που θερμαίνει πρώτα την (ατμοκίνητη)
μηχανή του αυτοκινήτου, για να το οδηγήσει
μετά, ενώ έπειτα απέκτησε τη σημασία
«οδηγός». Η λέξη προήλθε από το ρήμα
chauffeur (= θερμαίνω), που προέρχεται
από το λατινικό ρήμα calefacio
(= θερμαίνω), σύνθετο από τα ρήματα caleo
(= είμαι θερμός) + facio (=
κάνω).
σπάγκος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη μεσαιωνική λέξη σπάγος,
που προήλθε από την ιταλική λέξη
spago. Η τελευταία
ανάγεται πιθανόν στο λατινικό
επίθετο hispanicus (=
ισπανικός), παράγωγο του ονόματος
Hispania (= Ισπανία).
σπιράλ:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από το γαλλικό επίθετο
spiral (= σπειροειδής),
που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό
spiralis, παράγωγο
της λατινικής λέξης spira,
η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη
σπείρα (= περιτύλιξη, έλικας).
σπίρτο:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη spirito (=
οινόπνευμα), που προήλθε από τη μεσαιωνική
λατινική φράση spiritus (ardens),
που σημαίνει «πνεύμα (που καίει)»,
ονομασία που δόθηκε από τους αλχημιστές
στο οινόπνευμα, επειδή είναι εύφλεκτο.
Η φράση αυτή αποτελείται από τις λατινικές
λέξεις spiritus (από το ρήμα spiro = πνέω,
φυσώ) και τη μετοχή ardens
του ρήματος ardeo (= καίγομαι).
σπίτι:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τη μεσαιωνική λέξη σπίτιν,
η οποία προήλθε από την ελληνιστική
λέξη οσπίτιον, που προέρχεται
από τη λατινική hospitium (=
ξενώνας), παράγωγο της λέξης hospes,
γενική hospitis (=
ξένος).
σπουργίτι:
προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη
σπουργίτης, που προήλθε από την
ελληνιστική φράση πυργίτης
(στρουθός), που σημαίνει «(πτηνό) των
πύργων», ενώ το επίθετο πυργίτης παράγεται
από την αρχαία λέξη πύργος.
στάβλος:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι
μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από
την ελληνιστική λέξη τό στάβλον.
Αυτή προήλθε από τη λατινική λέξη
stabulum (= σταθμός, έπαυλη), παράγωγο
του ρήματος sto (= στέκομαι).
στάτους
κβο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο,
προέρχεται από τη λατινική φράση
(in) status
quo, που σημαίνει
«(στην) ισχύουσα κατάσταση». Προέρχεται
από τις λέξεις status (=
κατάσταση) και την αφαιρετική πτώση
quo της αντωνυμίας qui
(= ο οποίος).
~
Από τη λέξη status προέρχεται,
επίσης, και το μεσαιωνικό λατινικό
επίθετο statisticus,
από το οποίο προήλθε η νεοελληνική
λέξη στατιστικός μέσω ξένης λέξης
(όπως γαλλικά statistique,
αγγλικά statistic).
στεντόρειος:
πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που
προέρχεται από το όνομα Στέντωρ,
γενική Στέντορος, βροντόφωνος
ήρωας στο έπος «Ιλιάδα» του Ομήρου (το
όνομα προήλθε από το ρήμα στένω = βογγώ).
στέρνα:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται
από την ελληνιστική λέξη κιστέρνα,
που προήλθε από τη λατινική cisterna
(= δεξαμενή) και αυτή από την αρχαία
λέξη κίστη (= κιβώτιο).
στηλιτεύω:
πρόκειται για ελληνιστική λέξη, η
οποία σήμαινε «γράφω σε στήλη το όνομα
κάποιου για να τον διασύρω» και προέρχεται
από την αρχαία λέξη στηλίτης.
Σήμαινε «ο πολίτης που αναγράφεται σε
στήλη ως άτιμος» και προήλθε από τη λέξη
στήλη, παράγωγο του ρήματος
στέλλω.
στιγματίζω:
πρόκειται για ελληνιστικό ρήμα, που
σήμαινε «σημαδεύω εγκληματία με καυτή
σφραγίδα» και προέρχεται από την αρχαία
λέξη στίγμα (= σημάδι), παράγωγο
του ρήματος στίζω (= κάνω σημάδι).
στούντιο:
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από την ιταλική λέξη studio (=
μελέτη, ατελιέ), που προήλθε από τη
λατινική λέξη studio (= σπουδή,
μελέτη), παράγωγο του ρήματος studeo
(= σπουδάζω).
στούκας:
(συνήθως στη φράση «πέφτω σαν στούκας»)
πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται
από τον πληθυντικό Stukas της
γερμανική λέξης Stuka, πολεμικό
αεροπλάνο κάθετης εφόρμησης. Η ονομασία
του προήλθε από τη φράση
Stu(rz)-ka(mpf-flugzeug),
σύνθετη από τις λέξεις Sturz
(= κατακρήμνιση) + Kampf (=
αγώνας) + Flug-zeug
(= αεροπλάνο).
στρατόσφαιρα:
προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά
stratosphere, γαλλικά
stratosphère),
σύνθετη από το ουδέτερο της μετοχής
stratum (= στρωμένο) του λατινικού
ρήματος sterno (= στρώνω)
+ την αρχαία λέξη σφαίρα.
στωικός:
πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που
προήλθε από τη λέξη στοά, η
οποία παράγεται από το θέμα στω- ή
στα- του ρήματος ίσταμαι
(= στέκομαι).
– «στωϊκός
φιλόσοφος»: ο οπαδός της Στοάς,
φιλοσοφικής σχολής που ίδρυσε ο Ζήνωνας
ο Κιτιέας, η οποία ονομάστηκε έτσι,
επειδή βρισκόταν στη λεγόμενη Ποικίλη
Στοά, οίκημα της Αθήνας.
συκοφάντης:
πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη
από τις λέξεις σύκον + φαίνω
(= φανερώνω), η οποία σήμαινε αρχικά είτε
α) αυτός που κατέδιδε τον κλέφτη σύκων
είτε β) αυτός που πρόδιδε τους παράνομους
εξαγωγείς σύκων από την Αττική.
~
Από την λέξη σύκον προέρχεται, επίσης,
και η λέξη συκώτι, που προήλθε από
τη μεσαιωνική
συκώτιον, η οποία προέκυψε από
την ελληνιστική φράση (ήπαρ)
συκωτόν, που σήμαινε «(ήπαρ ζώου
θρεμμένου) με σύκα», όπου το επίθετο
συκωτός είναι παράγωγο της αρχαίας
λέξης σύκον.
συλφίδα:
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
sylphide, που προήλθε από τη λέξη
sylphe και αυτή από τη νεολατινική
sylphes, νεράιδα της κελτικής
μυθολογίας. Η τελευταία πλάστηκε από
τον Ελβετό γιατρό Paracelsus
με συμφυρμό (ανάμειξη) της λατινικής
λέξης silva (= δάσος) και της
αρχαίας λέξης νύμφη.
συνασπισμός:
πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που
προέρχεται από το αρχαίο ρήμα
συνασπίζω, που σήμαινε «ενώνω
την ασπίδα μου με την ασπίδα του
συμπολεμιστή μου στη μάχη, μάχομαι
παραπλεύρως», σύνθετο από τις λέξεις
συν + ασπίζω (= βοηθώ,
υπερασπίζω), ρήμα παράγωγο της λέξης η
ασπίς, αιτιατική ασπίδα.
συναυλία:
πρόκειται για αρχαία λέξη, που
σήμαινε «αρμονία από αυλούς» και
προέρχεται από το επίθετο σύναυλος
(= αυτός που είναι αρμονικός με τον αυλό),
σύνθετο από τις λέξεις συν +
αυλός.
συνδικάτο:
πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο,
προέρχεται από τη γαλλική λέξη
syndicat (= σωματείο), που προήλθε
από τη μετοχή syndicatus
του μεσαιωνικού λατινικού ρήματος
syndico. Αυτό προέρχεται από τη
μεταγενέστερη λατινική λέξη
syndicus, που προήλθε από την αρχαία
λέξη σύνδικος, σύνθετη από
τις λέξεις συν + δίκη.
συγκρητισμός:
πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που
προέρχεται από το ρήμα συγκρητίζω,
σύνθετο από τις λέξεις συν +
κρητίζω, ρήμα παράγωγο από το
αρχαίο όνομα ο Κρης, γενική
του Κρητός, που προέρχεται από τη λέξη
Κρήτη. Ο όρος αυτός προήλθε από
το γεγονός ότι σε περίπτωση πολέμου οι
Κρήτες συνασπίζονταν όλοι μαζί εναντίον
του κοινού εχθρού, παρά τις όποιες
διαφορές είχαν μεταξύ τους σε περίοδο
ειρήνης.
σχολείο:
προέρχεται από την ελληνιστική λέξη
σχολείον, που προήλθε από την
αρχαία λέξη σχολή, η οποία
σήμαινε αρχικά «ανάπαυση, ησυχία»
(απ’ όπου και η μεσαιωνική λέξη
σχόλη = απραξία). Έπειτα, όμως, η λέξη
σχολή απέκτησε και την έννοια «αξιοποίηση
ελεύθερου χρόνου, σπουδή, μελέτη».
Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή η
λέξη σχολή προσέλαβε και τη σημασία του
εκπαιδευτικού ιδρύματος.
σωσίας:
προέρχεται από το ελληνιστικό όνομα
Σωσίας, ήρωας της κωμωδίας
«Αμφιτρύων» του Ρωμαίου ποιητή Πλαύτου,
το οποίο παράγεται από το αρχαίο
ρήμα σώζω.