Ω

ωδικός: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, που προέρχεται από τη λέξη ωδή ή αοιδή, παράγωγο του ρήματος άδω ή αείδω (= τραγουδώ).
ωοθήκη: πρόκειται για νεοελληνική λέξη, που είναι σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις τό ωόν, γενική του ωού (= αβγό) + θήκη. Αποτελεί απόδοση στα ελληνικά ξένης λέξης (όπως αγγλικά ovary, που προήλθε από τη νεολατινική λέξη ovarium (= ωάριο) και αυτό από το λατινικό ovum = αβγό).
ώνια, τα: πρόκειται για αρχαία λέξη, πληθυντικός αριθμός του ουδετέρου του επιθέτου ώνιος, που προέρχεται από τη λέξη ωνή (= αγορά), παράγωγο του ρήματος ωνούμαι (= αγοράζω).
ώρα: πρόκειται για αρχαία λέξη, από την οποία παράγονται τα αρχαία επίθετα α) ώριμος και β) ωραίος, που είχαν την αρχική σημασία «αυτός που βρίσκεται στην ώρα του, στην καλύτερη στιγμή του».
~ Επίσης, η νεοελληνική λέξη ωράριο είναι γλωσσικό αντιδάνειο και προέρχεται από τη λατινική λέξη horarium, που προήλθε από τη λέξη hora (= ώρα) και αυτή από την αρχαία λέξη ώρα.
ώσμωση: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά osmosis, γαλλικά osmose), που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο ωσμός, το οποίο παράγεται από το θέμα ωσ- του ρήματος ωθώ (πβ. μέλλοντας ώσω).
ωτακουστής: πρόκειται για αρχαία λέξη, σημαίνει «αυτός που κρυφακούει, που στήνει αφτί για να ακούσει κρυφά» και είναι σύνθετη από τις λέξεις το ους, γενική του ωτός (= αφτί) + ακούω.
ωφελώ: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που προέρχεται από τη λέξη το όφελος (με την επίδραση του επιθέτου ανωφελής, σύνθετου από τις λέξεις α- στερητικό + όφελος). Η λέξη όφελος (= κέρδος) παράγεται από το ρήμα οφέλλω (= αυξάνω).