Τ

ταβέρνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστική λέξη και προέρχεται από τη λατινική λέξη taberna, που σήμαινε αρχικά «σκηνή, καλύβα», ενώ έπειτα «οινοπωλείο».
~ Από τη λέξη taberna προέρχεται, επίσης, και η λατινική tabernarius (= οινοπώλης), που παρήγαγε τη μεσαιωνική λέξη ταβερνάριος και αυτή τη λέξη ταβερνάρης, από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη ταβερνιάρης.
τάλιρο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη tallero, που προήλθε από τη γερμανική T(h)aler. Αυτή προέκυψε από τη λέξη (Joachims)thaler και αυτή από τη φράση (Sankt Joachims)thal, που σημαίνει «κοιλάδα (του Αγίου Ιωακείμ)», περιοχή της Γερμανίας πλούσια σε κοιτάσματα αργύρου, ο οποίος χρησιμοποιόταν από το 1518 για την κοπή νομισμάτων (βλ. και λ. δολάριο).
ταμίας: πρόκειται για αρχαία λέξη, που σήμαινε αρχικά «αυτός που κόβει και μοιράζει (τα κρέατα θυσίας ή την τροφή)», ενώ έπειτα «θησαυροφύλακας, οικονόμος» και προέρχεται από το θέμα ταμ- του ρήματος τέμνω (= κόβω), πβ. αόριστος β΄ έταμον.
ταμπάκο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη tobaco, που έχει ινδιάνικη προέλευση και συγκεκριμένα από τα νησιά Αντίλλες της Καραϊβικής θάλασσας. Η συνήθεια των Ινδιάνων να καπνίζουν με φύλλα από ταμπάκο μεταφέρθηκε στην Ευρώπη κατά την εποχή της ανακάλυψης της Αμερικής από τον Χρ. Κολόμβο (1492).
τάμπουλα ράζα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη λατινική φράση tabula rasa, που σημαίνει «πίνακας αποξεσμένος, πλάκα άγραφη» και αποτελείται από τις λέξεις tabula (= πινακίδα) και το θηλυκό rasa της μετοχής παρακειμένου του ρήματος rador (= ξύνομαι).
τανάλια: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη tanaglia, αυτή από τη γαλλική tenalha και αυτή από τον πληθυντικό tenacula της μεταγενέστερης λατινικής λέξης tenaculum. Η τελευταία προέκυψε από το επίθετο tenax, γενική tenacis (= ισχυρός), παράγωγο του ρήματος teneo (= έχω, κρατώ).
τανκ(ς): πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη tank (= μεγάλο δοχείο, άρμα μάχης), πληθυντικός tanks, η οποία προήλθε είτε α) από την πορτογαλική λέξη tanque και αυτή από την estanque (= λάκκος), παράγωγο του ρήματος estancar (= φράσσω τη ροή) είτε β) από την ινδική λέξη tankh (= λίμνη, δοχείο).
~ Από τη λέξη tank προέρχεται και η αγγλική tanker (= δεξαμενόπλοιο), από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη τάνκερ.
ταξί: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη taxi, που προήλθε από τη λέξη taximètre, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις τάξις + μέτρον.
ταπεραμέντο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη tempérament, που προήλθε από τη λατινική temperamentum (= κράση), παράγωγο του ρήματος tempero (= ανακατεύω), που προέρχεται από τη λέξη tempus, γενική temporis (= χρόνος).
ταρτάν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη tartan, που προήλθε από την αγγλική tartan, που δηλώνει είδος υφάσματος με καρό σχέδια, από το οποίο ράβονται τα κιλτ των Σκωτσέζων. Η τελευταία προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη tertaine (είδος υφάσματος), η οποία προήλθε πιθανόν από τη λέξη tiretaine. Αυτή ανάγεται στην αρχαία γαλλική tiret (= μεταξωτό ύφασμα) και αυτή στο λατινικό επίθετο tyrius, παράγωγο του ονόματος Tyrus (= Τύρος), αρχαία φοινικική πόλη.
τέν(ν)ις: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη tennis, που προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική tenetz και αυτή από την προστακτική ten(e)ys (= πιάσε) του αρχαίου γαλλικού ρήματος tenir (= πιάνω, κρατώ), που ανάγεται στο λατινικό ρήμα teneo (= κρατώ).
τεντιμπόης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση teddy boy, που αποτελείται από το όνομα Teddy και τη λέξη boy (= αγόρι). Ο χαρακτηρισμός αυτός δόθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 σε νεαρούς Άγγλους που είχαν εξεζητημένη συμπεριφορά αλλά και ενδυμασία στο στυλ της εποχής του βασιλιά της Αγγλίας Edward του 7ου (1901-1910), ο οποίος είχε το χαϊδευτικό όνομα Teddy.
τεστ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη test, που προήλθε από την αρχαία γαλλική test, που δηλώνει την πήλινη χύτρα αλχημιστών, με την οποία δοκίμαζαν το χρυσάφι. Η λέξη αυτή ανάγεται στη λατινική testum (= πήλινο δοχείο), που προέρχεται από τη λέξη testa (= κεραμίδι) και αυτή από τη μετοχή tosta (= ψημένη) του ρήματος torreo (= ψήνω).
τεταρταίος: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το αριθμητικό επίθετο τέταρτος.
«με πιάνει τεταρταίος πυρετός»: φράση που σημαίνει «έχω μεγάλη αγωνία» και προέρχεται από το είδος εκείνο της ελονοσίας που ονομάζεται τεταρταίος πυρετός, επειδή προκαλεί υψηλό πυρετό κάθε τέσσερις ημέρες.
τεφτέρι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από την τουρκική tefter ή defter (= κατάστιχο). Αυτή προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη διφθέριον (= βιβλιαράκι), υποκοριστικό της αρχαίας λέξης η διφθέρα (= κατεργασμένο δέρμα, είδος βιβλίου), παράγωγο του ρήματος δέφω (= τρίβω, κατεργάζομαι).
τζετ σετ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση jet set, που σημαίνει «ο κόσμος της αριστοκρατίας» και αποτελείται από τις λέξεις jet (= αεριωθούμενο) και set (= σειρά, σύνολο). Η ονομασία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι οι εύπορες κοινωνικές τάξεις χρησιμοποιούν συχνά το αεροπλάνο ως βασικό μέσο για τις μετακινήσεις τους.
τζιμάνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται πιθανόν από την τουρκική φράση cem’an (= συνολικά), που αποτελείται από τις λέξεις cem (= πλήθος) και an (= από). Σύμφωνα με άλλη άποψη, όμως, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική φράση G. Man, συντομογραφία της φράσης G(overment) man, που αποτελείται από τις λέξεις goverment (= κυβέρνηση) και man (= άνδρας), με την έννοια «ειδικός πράκτορας, άνθρωπος για κάθε αποστολή».
τζιν: με τη σημασία «είδος υφάσματος» πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, που προέρχεται από την αγγλική φράση jean (fustian). Η λέξη jean προήλθε από το γαλλικό όνομα Jene και αυτό από το Gene, που προέρχεται από το ιταλικό όνομα Geno(v)a (= Γένοβα), πόλη της Ιταλίας, απ’ όπου προερχόταν το είδος υφάσματος που λέγεται fustian.
~ Παράλληλα, από την αγγλική λέξη blue-jean, σύνθετη με το επίθετο blue (= μπλε), προέρχεται η λέξη μπλουτζίν.
τζιν: με τη σημασία «είδος ποτού» πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, που προέρχεται από την αγγλική λέξη gin για το ποτό αυτό. Αυτή προήλθε από τη γαλλική genièvre (με την επίδραση του γαλλικού ονόματος Genève = Γενεύη), η οποία προέκυψε από την ολλανδική λέξη jenever (= κέδρος), που ανάγεται στη λατινική juniperus (είδος δένδρου).
τζιπ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη jeep, εμπορική ονομασία, η οποία προήλθε από τα αρχικά g.p. της φράσης g(eneral) p(urpose) (vehicle), που σημαίνει «γενικής χρήσης (όχημα)» (πιθανόν με την επίδραση του ονόματος (Eugene the) Jeep, πανίσχυρου ήρωα κινουμένων σχεδίων).
τζίρος: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη giro, που προήλθε από τη λατινική gyrus, η οποία ανάγεται στην ελληνιστική λέξη γύρος, παράγωγο του αρχαίου επιθέτου γυρός (= στρογγυλός).
τοκογλύφος: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις τόκος + γλύφω (= χαράζω, σκαλίζω). Η ονομασία αυτή προήλθε από το γεγονός ότι οι αργυραμοιβοί κατά την εργασία τους συνήθιζαν να κάνουν χαρακιές επάνω στα τραπέζια τους για να υπολογίσουν τους τόκους των χρημάτων που δάνειζαν.
τοξικός: πρόκειται για αρχαίο επίθετο, παράγωγο της λέξης τόξον. Η σημερινή σημασία «δηλητηριώδης» προέρχεται από την αρχαία φράση τοξικόν (φάρμακον), η οποία δήλωνε το δηλητήριο με το οποίο αλείφονταν τα βέλη από τους τοξότες.
τοστ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη toast, που προήλθε από τη μεσαιωνική αγγλική to(o)sten. Αυτή προέκυψε από τη μεσαιωνική γαλλική toster, η οποία ανάγεται στη μετοχή tostus (= ψημένος) του λατινικού ρήματος torreo (= ψήνω).
τουαλέτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη toilette (= πανάκι), υποκοριστικό της λέξης toile (= πανί), που προήλθε από τη λατινική tela (= ύφασμα, αργαλειός), παράγωγο του ρήματος texo (= υφαίνω).
τουλίπα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά tulip, γαλλικά tulipe), που προήλθε από τη νεολατινική tulipa. Αυτή προέκυψε από την τουρκική tülbent (= τουλπάνι) και αυτή από την περσική λέξη dulband με την ίδια σημασία. Η ονομασία αυτή δόθηκε σ’ αυτό το φυτό, επειδή το άνθος του μοιάζει με αυτό το είδος κεφαλόδεσμου.
τουρισμός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη tourisme (= περιήγηση), παράγωγο της λέξης tour (= γύρος, βόλτα), που προήλθε από τη λατινική λέξη tornus, η οποία ανάγεται στην αρχαία λέξη τόρνος (εργαλείο ξυλουργού).
τραβώ: πρόκειται για μεσαιωνικό ρήμα, που προήλθε από το ρήμα τραυώ, το οποίο προέκυψε από το ρήμα ταυρώ και αυτό από το ταυρίζω (= σύρω όπως ο ταύρος), που παράγεται από την αρχαία λέξη ταύρος.
τραγιάσκα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη ρουμανική φράση traiasca (Grecia), που σημαίνει «ζήτω (η Ελλάδα)». Τη φράση αυτή εκφώνησαν παλαιότερα Ρουμάνοι εκδρομείς την ώρα που πετούσαν ψηλά τα κασκέτα τους, με αποτέλεσμα να γίνει από τους παρευρισκόμενους Έλληνες λανθασμένη σύνδεση της φράσης αυτής με το είδος αυτό του καπέλου.
τραγούδι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη τραγούδιν, που προήλθε είτε α) από το ρήμα τραγουδώ, παράγωγο του αρχαίου ρήματος τραγωδώ είτε β) από την (αμάρτυρη) λέξη *τραγώδιον, παράγωγο της αρχαίας λέξης τραγωδία. Οι λέξεις τραγωδώ και τραγωδία προέρχονται από τη λέξη τραγωδός (= ποιητής τραγωδιών), σύνθετη από τις λέξεις τράγος + ωδή (= τραγούδι). Η λέξη τραγωδός προήλθε κατά τις γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου είτε α) από τον χορό των τραγόμορφων Σατύρων είτε β) από τους αγώνες τραγουδιού και χορού που γίνονταν με έπαθλο έναν τράγο ή με αφορμή τη θυσία τράγου.
τρακάρω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το ρήμα τακάρω, που προήλθε από το ιταλικό attaccare (= συγκρούομαι). Αυτό ανάγεται στη λατινική λέξη attactus ή adtactus (= επαφή), παράγωγο του ρήματος adtingo (= εφάπτομαι, επιτίθεμαι), σύνθετο από τις λέξεις ad (= από) + tango (= αγγίζω).
τραμουντάνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη τραμοντάνα, η οποία προήλθε από την ιταλική tramontana, που δηλώνει τον αέρα που φυσά από τα βουνά του βορρά. Η τελευταία αποτελεί το θηλυκό του επιθέτου tramontano, που παράγεται από το λατινικό επίθετο transmontanus, σύνθετο από τις λέξεις trans (= διαμέσου) + montanus (= ορεινός), επίθετο παράγωγο της λέξης mons, γενική montis (= βουνό).
τραμπούκος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη trabuco (είδος πούρου), που προήλθε από τη γαλλική trabuc (= καταπέλτης), είδος πολιορκητικής μηχανής, λέξη σύνθετη από τη λατινική trans (= διαμέσου) + αρχαία γερμανική buk (= κοιλιά). Η σημερινή αρνητική σημασία της λέξης τραμπούκος προήλθε από τη συνήθεια ορισμένων πολιτικών να προσφέρουν πούρα ως δώρο σε εκείνους που πουλούσαν τη ψήφο τους ή προσλαμβάνονταν από αυτούς για να τρομοκρατούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
τράπεζα: πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη από το θέμα τρα- (της λέξης τέσσαρες, πβ. τετράκις) + το θέμα πεδ- (της λέξης ο πους, γενική του ποδός, πβ. πέδιλον) και δήλωνε αρχικά κάθε έπιπλο με τέσσερα πόδια. Η έννοια «πιστωτικό ίδρυμα» προέρχεται από τη συνήθεια των αργυραμοιβών να χρησιμοποιούν τραπέζια για τις χρηματικές συναλλαγές τους.
τρένο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη treno, που προήλθε από τη γαλλική train, η οποία παράγεται από το ρήμα trainer (= έλκω), το οποίο ανάγεται στο λατινικό ρήμα traho ( = σύρω).
τσεκ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το αγγλικό ρήμα check, που σήμαινε αρχικά «κάνω κίνηση σαχ στο σκάκι», ενώ έπειτα «ελέγχω». Προήλθε από την αρχαία γαλλική λέξη eschec ή eschac, που ανάγεται στην αραβική sah και αυτή στην περσική λέξη shah (= βασιλιάς, σάχης).
τσεκούρι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη τσεκούριον, που προήλθε από την ελληνιστική λέξη σεκούριον, η οποία ανάγεται στη λατινική securis (= πέλεκυς), παράγωγο του ρήματος seco (= κόβω).
τσελεμεντές: προέρχεται από το επώνυμο που είχε ο μάγειρας Ν. Τσελεμεντές (1878-1958), ο οποίος ήταν συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής.
τσιγάρο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cigaro, που προήλθε από την ισπανική λέξη cigarro, η οποία ανάγεται πιθανόν στην ινδιάνικη (γλώσσα των Μάγια) λέξη zigar (= καπνίζω).
τσιγκούνης: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη çingene (= τσιγγάνος), που προήλθε από το μεσαιωνικό όνομα Τσιγγάνος, το οποίο προέκυψε από το όνομα Ατσίγγανος και αυτό από το Αθίγγανος (βλ.λ.).
τσίμα-τσίμα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cima (= κορυφή βλαστού), που προήλθε από τη λατινική cima ή cyma (= κύημα, βλαστός). Αυτή ανάγεται στην αρχαία λέξη κύμα, παράγωγο του ρήματος κύω (= κυοφορώ, φουσκώνω).
τσιμέντο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cimento, που προήλθε από τη λατινική λέξη caementum (= ακατέργαστο πέτρωμα), παράγωγο του ρήματος caedo (= κόβω).
τσιμινιέρα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη ciminiera (= καπνοδόχος), η οποία προήλθε από την αρχαία γαλλική cheminée. Αυτή προέκυψε από τη μεταγενέστερη λατινική caminata, παράγωγο της λατινικής λέξης caminus, που προήλθε από την αρχαία λέξη η κάμινος.
τσούρμο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη λέξη τσούρμα, η οποία προήλθε από την ιταλική ciurma (= πλήρωμα πλοίου) και αυτή από την πορτογαλική λέξη churma ή chusma. Αυτή ανάγεται στη μεταγενέστερη λατινική c(e)leusma, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη κέλευσμα, παράγωγο του ρήματος κελεύω (= διατάζω).