Ι

ιαπετικός: επίθετο που σημαίνει «ινδοευρωπαϊκός» και προέρχεται από το αρχαίο όνομα Ιαπετός, ένας από τους Τιτάνες, μυθολογικός πρόγονος των ανθρώπων (πβ. το ελληνιστικό όνομα Ιάφεθ, που προήλθε από το εβραϊκό όνομα Yapheth, ένας από τους τρεις γιους του Νώε, ο οποίος σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη μετέβη στην Ευρώπη μετά τον κατακλυσμό).
ιδανικός: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ιδανός (= ωραίος), που παράγεται από το απαρέμφατο ιδείν αορίστου β΄ του ρήματος ορώ (= βλέπω).
ιλαρά: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ίλαρη ή ίλερη, ονομασία που δόθηκε κατ’ ευφημισμόν σ’ αυτό το είδος ασθένειας, με την επίδραση της αρχαίας λέξης ιλαρά, θηλυκό του επιθέτου ιλαρός (= εύθυμος), παράγωγο του ρήματος ίλάσκομαι (= εξιλεώνω).
ιμπεριαλισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά imperialism, γαλλικά imperialisme), που προήλθε από το λατινικό επίθετο imperialis (= κρατικός, αυτοκρατορικός), παράγωγο της λέξης imperium (= εξουσία, κράτος).
ίνδαλμα: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ινδάλλομαι (= φαίνομαι, παρουσιάζομαι), που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *ίνδαλον και αυτή από το απαρέμφατο ιδείν αορίστου β΄ του ρήματος ορώ (= βλέπω).
ινσουλίνη: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως αγγλικά insulin, γαλλικά insuline), που προήλθε από τη λατινική λέξη insula (= νησί). Η ονομασία αυτή προήλθε από τις νησίδες που υπάρχουν στο πάγκρεας και παράγουν αυτή την ορμόνη.
ίντριγκα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη intriga, που προήλθε από το λατινικό ρήμα intricοr (= περιπλέκω), σύνθετο από τις λέξεις in (= εν) + tricοr (= μηχανορραφώ), ρήμα παράγωγο από τη λέξη tricae (= μηχανορραφίες).
ίντσα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη inch, που προήλθε από την αρχαία αγγλική ynce, η οποία ανάγεται στη λατινική λέξη uncia (= ουγκιά, το δωδεκατημόριο της λίτρας), παράγωγο του αριθμητικού unus (= ένας).
ιον(τ)ισμός: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, παράγεται από τη λέξη ιόν, που προήλθε από την αγγλική λέξη ion, όρος της φυσικής, και αυτή από την αρχαία λέξη το ιόν, γενική του ιόντος, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του ρήματος είμι (= πηγαίνω).
ίσκιος: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ήσκιος, που προήλθε από την αρχαία λέξη σκιά είτε α) με αλλαγή γένους και προσθήκη της συλλαβής η- σε αναλογία προς τη λέξη ήλιος είτε β) από την (αμάρτυρη) λέξη *ησκιά, που προήλθε από τη φράση η σκιά.
ιωβηλαίο: προέρχεται από την ελληνιστική φράση ιωβηλαίον (έτος), που προήλθε από την εβραϊκή λέξη jovel, που σημαίνει «κέρατο κριαριού», με το οποίο οι Εβραίοι κάθε 50 χρόνια σάλπιζαν την έναρξη μιας εορτής που τους απάλλασσε από τα χρέη ή τη δουλεία.
ίωση: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο ιός (= δηλητήριο) και αποτελεί απόδοση στα ελληνικά ξένης λέξης (όπως γαλλικά virose, η οποία προήλθε από τη λατινική λέξη virus = ιός).