Ρ

ραδιούργος: προέρχεται από την αρχαία λέξη ραδιουργός, που σήμαινε αρχικά «αυτός που κάνει κάτι εύκολα», ενώ έπειτα απέκτησε τη σημασία «πονηρός, δολοπλόκος» και είναι σύνθετη από τις λέξεις ράδιος (= εύκολος) + έργον (πβ. πανούργος).
ρακέτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη racchetta, που προήλθε από τη μεσαιωνική γαλλική raquette (= παλάμη), η οποία ανάγεται στην αραβική rahet και αυτή στη λέξη rahah (= παλάμη).
ραντάρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλική λέξη radar, η οποία προήλθε από τα αρχικά R.A.D.A.R. της φράσης RA(dio) D(etection) A(nd) R(anging), που σημαίνει «ανίχνευση με ακτινοβολία και εντοπισμός».
ράντζο, ράντσο: με τη σημασία «μεγάλο αγρόκτημα» πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ισπανική λέξη rancho, αυτή από το ρήμα rancharse (= εγκαθίσταμαι) και αυτό από το γαλλικό ρήμα (se) ranger (= τακτοποιούμαι, κατατάσσομαι), παράγωγο της λέξης rang (= κατάταξη).
ραφ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τα αρχικά R.A.F. της αγγλικής φράσης R(oyal) A(ir) F(orce) (= βασιλική αεροπορική δύναμη). Η ονομασία αυτής της απόχρωσης προέρχεται από το χαρακτηριστικό γκριζογάλανο χρώμα που έχουν τα αεροπλάνα και οι στολές της αγγλικής στρατιωτικής αεροπορίας.
ράσο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ράσον, που προήλθε από τη λατινική rasum, η οποία δήλωνε ένα είδος ρούχου από ύφασμα χωρίς χνούδι, και προέρχεται από το ουδέτερο rasum της μετοχής του ρήματος rado (= ξύνω, ξυρίζω).
ρεαλισμός: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από ξένη λέξη (όπως γαλλικά realismus, αγγλικά realism), που προήλθε από το μεταγενέστερο λατινικό επίθετο realis ( = πραγματικός), παράγωγο της λατινικής λέξης res (= πράγμα).
ρέζους, ο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την αγγλική φράση rhesus (factor), που σημαίνει «(παράγοντας) ρέζους». Η λέξη rhesus προήλθε από τη νεολατινική rhesus (= ρήσος), είδος πιθήκου στον οποίο ανακαλύφθηκε αυτό το αντίγονο του αίματος. Ανάγεται στο λατινικό όνομα Rhesus, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης.
ρέκβιεμ, το: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική φράση requiem (aeternam dona eis Domine), που σημαίνει «ανάπαυση (αιώνια δώσε τους Κύριε)» και ψάλλεται στη νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας. Η λέξη requiem αποτελεί την αιτιατική του λατινικού ουσιαστικού requies, που είναι σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + quies (= ησυχία).
ρεκόρ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη record, που προήλθε από την αγγλική λέξη record (= εγγραφή) και αυτή από την αρχαία γαλλική recorder. Η τελευταία παράγεται από το λατινικό ρήμα recordor (= θυμάμαι), σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + cor, γενική cordis (= καρδιά, ψυχή).
ρεπερτόριο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεταγενέστερη λατινική λέξη repertorium (= ευρετήριο), που προήλθε από τη μετοχή repertus του λατινικού ρήματος reperio (= ανευρίσκω), σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + pario (= γεννώ, παρέχω).
ρεστοράν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη restaurant (= εστιατόριο), που προήλθε από το ρήμα restaureur (= ανακαινίζω). Αυτό ανάγεται στο λατινικό ρήμα restauro (= ανακαινίζω), σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + ρήμα stauro (από το ρήμα sto = στέκομαι).
ρετσινόλαδο: προέρχεται από τη λέξη ριτσινόλαδο (με την παρετυμολογική επίδραση της λέξης ρετσίνα), η οποία είναι σύνθετη από τις λέξεις ρίτσινο + λάδι. Η λέξη ρίτσινο προήλθε από τη μεταγενέστερη λατινική λέξη ricinus (είδος φυτού).
ρετσινιά: προέρχεται από την αρχαία λέξη ρητίνη και δήλωνε αρχικά ένα έμπλαστρο εμποτισμένο με ρητίνη, το οποίο δεν ξεκολλούσε εύκολα και άφηνε σημάδια στο δέρμα. Γι’ αυτό και αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε μεταφορικά τη σημασία «προσβλητική κατηγορία που δύσκολα ανασκευάζεται».
ρεφρέν: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη refrain (= επανάληψη, επωδή), που προήλθε από το ρήμα refraindre (= ξανασπάζω). Αυτό ανάγεται στο λατινικό ρήμα refringo (= διακόπτω), σύνθετο από τις λέξεις re- (= ανά) + ρήμα fringo (από το ρήμα frango = σπάζω).
ριφιφί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τον τίτλο «Rififi» της κινηματογραφικής ταινίας του Γάλλου σκηνοθέτη J. Dassin, στην οποία παρουσιάζεται η συγκεκριμένη μέθοδος διάρρηξης μέσω ανοίγματος στον τοίχο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη (στην αργκό) rififi (= καβγάς), που προήλθε από τη λέξη rif (= όπλο, φωτιά).
ροβινσώνας: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τον τίτλο «Robinson Crusoe» (= Ροβινσώνας Κρούσος), μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα D. Dafoe, με θέμα την πολυετή περιπέτεια του ομώνυμου ήρωα που επέζησε ως ναυαγός σε ένα ερημικό νησί.
ροδάκινο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη ρωδάκινον, που προήλθε από την ελληνιστική δωράκινον και αυτή από τη λατινική λέξη duracinum. Η τελευταία προέρχεται πιθανόν είτε α) από την (αμάρτυρη) λέξη *Duracium και αυτή από το όνομα της πόλης Dyrrachium (= Δυρράχιο) είτε β) από τη σύνθεση των λέξεων durus (= σκληρός) + acinus (= ρώγα).
ροδάνι: προέρχεται από την αρχαία λέξη η ροδάνη (= νήμα, κλωστή), που προήλθε από το επίθετο ροδανός (= κομψός).
«πάει η γλώσσα του ροδάνι»: φράση που σημαίνει «είναι φλύαρος, μιλάει ασταμάτητα» και προήλθε από την συσχέτιση με το θόρυβο που προκαλείται κατά τη διαρκή περιστροφή αυτού του εργαλείου προκειμένου να τυλιχθεί το νήμα.
ρόλος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη rôle, που σήμαινε αρχικά «τυλιγμένο χειρόγραφο», ενώ έπειτα απέκτησε τη σημασία «κείμενο με τους διαλόγους των ηθοποιών, σενάριο». Προέρχεται από τη λατινική λέξη rotulus (= κύλινδρος, μικρή ρόδα), υποκοριστικό της λέξης rota (= τροχός).
ρομάντζο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη romanzo, η οποία προήλθε από την αρχαία γαλλική romans, που σήμαινε «βιβλίο γραμμένο στη δημώδη λατινική γλώσσα, τη ρομανική» και προέρχεται από το λατινικό επίθετο romanicus (= ρωμαϊκός), παράγωγο της λέξης Roma (= Ρώμη).
ρομβία: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, σημαίνει «λατέρνα» και προέρχεται από την ιταλική επιγραφή με κεφαλαία γράμματα ΡΟΜΒΙΑ, φίρμα εργοστασίου λατερνών, η οποία θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι ήταν γραμμένη στα ελληνικά. Ουσιαστικά, όμως, επρόκειτο για το όνομα της ιταλικής πόλης που προέρχεται από το λατινικό όνομα Pompeji (= Πομπηία).
ρομπότ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τσεχική λέξη robot, ονομασία που δόθηκε από τον Τσέχο συγγραφέα J. Capec και προήλθε από τη λέξη robota (= εργασία).
ρουκέτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη rocchetta, που προήλθε από τη λέξη rocca (= αδράχτι, ρόκα), η οποία ανάγεται στην αρχαία γερμανική λέξη roccho. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το σχήμα της ρουκέτας μοιάζει με αδράχτι.
ρουμπινές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη robinet, που προήλθε από το όνομα Robin, το οποίο ήταν παρατσούκλι για τα πρόβατα και παράγεται από το κύριο όνομα Robert. Ονομάστηκε έτσι, επειδή η στρόφιγγα αρχικά σχεδιάστηκε ώστε να έχει το σχήμα κεφαλής προβάτου.
ρουμπίνι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη rubin, που προήλθε από τη λέξη rubis και αυτή από το μεσαιωνικό λατινικό επίθετο rubinus. Αυτό προήλθε από το λατινικό επίθετο rubeus (= κοκκινωπός), παράγωγο του ρήματος rubeo (= κοκκινίζω), το οποίο ανάγεται στο επίθετο ruber (= κόκκινος).
ρούπι: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την τουρκική λέξη rup, μονάδα μήκους ίση με το 1/8 του πήχη.
«δεν το κουνάω ρούπι»: φράση που σημαίνει «δε φεύγω με τίποτα, δεν μετακινούμαι ούτε χιλιοστό» και προήλθε από το γεγονός ότι παλαιότερα αυτή η μονάδα μήκους, όπως και ο πήχης, είχε ευρεία χρήση.