Το νεοελληνικό αλφάβητο
προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό, το
οποίο προήλθε από το φοινικικό - σημιτικό
αλφάβητο μετά από μια σειρά τροποποιήσεων
και προσθέσεων γραμμάτων, ώστε να
εναρμονιστεί προς τις απαιτήσεις της
ελληνικής γλώσσας. Το φοινικικό αλφάβητο
θεωρείται ότι έχει διαμορφωθεί από
επιδράσεις άλλων παλαιότερων συστημάτων
γραφής, όπως τα προϊστορικά γεωμετρικά
σημεία, το ιερογλυφικό αιγυπτιακό, τη
σφηνοειδή γραφή της Μεσοποταμίας αλλά
και το κρητικό αλφάβητο.
άλφα: το αρχαίο άλφα
προέρχεται από το σημιτικό aleph
(= βόδι), όπου η αρχικά ανεστραμμένη
γραφή του Α απεικόνιζε σχηματικά το
κεφάλι με τα κέρατα αυτού του ζώου.
βήτα: το αρχαίο βήτα
προέρχεται από το σημιτικό beth
(= οικία).
γάμμα: το αρχαίο γάμμα
προέρχεται από το σημιτικό gimel
(= καμήλα).
δέλτα: το αρχαίο δέλτα
προέρχεται από το σημιτικό delet
ή daleth (= θύρα, πόρτα).
έψιλον: το ελληνιστικό
ε ψιλόν προέρχεται από το σημιτικό
he (= παράθυρο, θυρίδα) και ονομάστηκε
έτσι για να διακρίνεται από τη δίφθογγο
αι.
ζήτα: το αρχαίο ζήτα
προέρχεται από το σημιτικό zayin
ή το αραμαϊκό zayit.
ήτα: το αρχαίο ήτα
προέρχεται από το σημιτικό heth
(= φράχτης).
θήτα: το αρχαίο θήτα
προέρχεται από το σημιτικό teth
(= φίδι).
γιώτα: προέρχεται από το
αρχαίο ιώτα, που προήλθε από
το σημιτικό jod (= χέρι).
κάππα: το αρχαίο κάππα
προέρχεται από το σημιτικό kaph
(= παλάμη, υψωμένο χέρι).
λάμδα: το αρχαίο λάμ(β)δα
προέρχεται από το σημιτικό lamedh
(= βουκέντρα).
μι: προέρχεται από το αρχαίο
μυ, που προήλθε από το σημιτικό
mem (= νερό).
νι: προέρχεται από το αρχαίο
νυ, που προήλθε από το σημιτικό
nun (= ψάρι).
ξι: προέρχεται από το το
αρχαίο ξ(ε)ι,
το οποίο αποτελεί συνδυασμό των γραμμάτων
κ + σ, τα οποία παρελήφθησαν
είτε 1) από τα ακραία γράμματα kh
+ s της σημιτικής λέξης samékh
(= πάσσαλος) είτε 2) από το γράμμα kh
της λέξης samékh
+ το γράμμα s της σημητικής
λέξης sin (= δόντι).
όμικρον: προέρχεται από το
ελληνιστικό ο μικρόν, που
προήλθε από το αρχαίο ο, που ανάγεται
στο σημιτικό ayin
(= μάτι). Ονομάστηκε ο μικρόν, για να
δηλωθεί ως βραχύχρονο σε αντιδιαστολή
προς το μακρόχρονο ω μέγα.
πι: το ελληνιστικό πι
προέρχεται από το αρχαίο πει,
που προήλθε από το σημιτικό pe
(= στόμα).
ρο: προέρχεται από το αρχαίο
ρω, που προήλθε από το σημιτικό
ros ή res
(= κεφάλι).
σίγμα: το αρχαίο σίγμα
προέρχεται πιθανόν από το ρήμα σίζω
(= σφυρίζω), ενώ το αντίστοιχο δωρικό
σαν προήλθε από το σημιτικό si(y)n
(= δόντι).
ταυ: το αρχαίο ταυ
προέρχεται από το σημιτικό taw
(= σημείο).
ύψιλον: προέρχεται από το
μεσαιωνικό υ ψιλόν, που
προήλθε από το σημιτικό waw.
Ονομάστηκε υ ψιλόν, για να διακρίνεται
από τη δίφθογγο οι.
φι: προέρχεται από το
ελληνιστικό φ(ε)ι,
το οποίο πλάστηκε σε αναλογία προς το
γράμμα Π και προήλθε σχηματικά είτε
1) από αλλαγή της μορφής του γράμματος
Θ είτε 2) από το παλαιότερο γράμμα
Q «κόππα» είτε 3) από τη συνένωση
δύο Υ.
χι: προέρχεται από το αρχαίο
χ(ε)ι, το οποίο
πλάστηκε σε αναλογία προς το γράμμα
Π και προήλθε σχηματικά είτε 1) από το
γράμμα Θ (συγκεκριμένα από την
παραλλαγή του ως σύμπλεγμα των Ο και Χ)
είτε 2) από το γράμμα Τ (από την
αρχική μορφή του ως σταυρός) είτε 3) από
το γράμμα Κ.
ψι: προέρχεται από το αρχαίο
ψ(ε)ι, το οποίο
προήλθε σχηματικά από το γράμμα Υ.
ωμέγα: προέρχεται από το
ελληνιστικό ω μέγα, που
ονομάστηκε έτσι για να δηλωθεί ως
μακρόχρονο σε αντιδιαστολή προς το
βραχύχρονο ο μικρόν.