Γ

γάζα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη gaze (είδος λεπτού υφάσματος), που προήλθε από το όνομα Gaza (= Γάζα), πόλη της Παλαιστίνης, με καλλιέργεια βαμβακιού και λιναριού. Το όνομα αυτό ανάγεται στην εβραϊκήAzza ή στην αραβική Ghazzah, που προέρχονται από την αραβική λέξη ‘az (= δύναμη).
γαζί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται είτε α) από τη λέξη γάζα (βλ.λ.) είτε β) από την αραβική λέξη kazzy (= μεταξωτός), παράγωγο της λέξης kazz (= μετάξι).
«δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί»: φράση που σημαίνει «κοροϊδεύω συστηματικά κάποιον χωρίς να το αντιλαμβάνεται» και προέρχεται από μεταφορικό συσχετισμό με την επιδεξιότητα που έχει η γαζώτρια πάνω στο ύφασμα.
γάιδαρος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη γάδαρος ή γαϊδάριον, η οποία ανάγεται στην αραβική ga(i)dar (= σκληρότητα, καταπίεση), ονομασία που χαρακτήριζε αρχικά τη σκληρή συμπεριφορά που δέχεται συνήθως το ζώο αυτό από τον άνθρωπο.
γαλάζιος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, για το οποίο υπάρχουν δύο εκδοχές προέλευσης: 1) από την (αμάρτυρη) λέξη *γαλάιζος, αυτή από τη μετοχή γαλαΐζων του ρήματος γαλαΐζω και αυτό από το *καλαΐζω, παράγωγο από την ελληνιστική λέξη η κάλαϊς (είδος κυανοπράσινου πολύτιμου λίθου). 2) σύνθετο από τις μεσαιωνικές λέξεις γαλανός (από τη λέξη γάλα) + καλάσιος (από το επίθετο καλαΐσιος, παράγωγο της λέξης η κάλαϊς), βλ. και λ. γαλανός.
~ Επίσης, το επίθετο γαλαζοαίματος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά ξένης φράσης (όπως αγγλικά blue blood, γαλλικά sang-bleu), που προέρχεται από την ισπανική φράση sangre azul (= αίμα γαλάζιο). Η ονομασία αυτή δόθηκε στους Ισπανούς ευγενείς κατά το μεσαίωνα, επειδή κάτω από το λευκό δέρμα τους διακρίνονταν οι φλέβες με το γαλάζιο αίμα, πράγμα που δε συνέβαινε με το μελαμψό δέρμα των Αράβων εισβολέων.
γαλανός: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, που προέρχεται από το καλανός και αυτό από το επίθετο καλάϊνος, παράγωγο της ελληνιστικής λέξης η κάλαϊς (είδος κυανοπράσινου πολύτιμου λίθου), βλ. και λ. γαλάζιος.
γαλαξίας: προέρχεται από την αρχαία φράση γαλαξίας (κύκλος), που προήλθε από την (αμάρτυρη) λέξη *γαλακτίας, παράγωγο της λέξης γάλα, γενική γάλακτος. Η ονομασία αυτή δόθηκε σ’ αυτό το αστρικό σύστημα, επειδή φαίνεται στο βραδινό ουρανό σαν μια λευκή ζώνη από γάλα, το οποίο σύμφωνα με τη μυθολογία χύθηκε από το μαστό της θεάς Ήρας όταν αυτή απώθησε τον Ηρακλή την ώρα που θήλαζε.
γαλβανίζω: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το γαλλικό ρήμα galvaniser, που προήλθε από το επώνυμο του Ιταλού φυσικού L. Galvani, ο οποίος ανακάλυψε το 1792 το ηλεκτρικό φαινόμενο επιμετάλλωσης που ονομάζεται προς τιμήν του γαλβανισμός (από το γαλλικό galvanisme).
γαρίφαλο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη γαρύφαλλον, που προήλθε από τη βενετική garofolo και αυτή από τη μεταγενέστερη λατινική *garofulum. Η τελευταία προέκυψε από την ελληνιστική λέξη καρυόφυλλον, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις κάρυον (= καρύδι) + φύλλον.
γέεννα: (συνήθως στη φράση «γέεννα του πυρός» = κόλαση) πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι ελληνιστική λέξη και προέρχεται από την εβραϊκή φράση geh hinnom (= κοιλάδα Χινόμ), περιοχή κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου καίγονταν σκουπίδια και πτώματα εγκληματιών, αλλά και θυσιάζονταν από τους Χαναναίους παιδιά στο θεό Μολώχ.
γερανός: προέρχεται από την αρχαία λέξη γέρανος (είδος πτηνού), που ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ger- (= κραυγάζω, φωνάζω βραχνά).
~ Από τη λέξη αυτή παράγεται α) η ελληνιστική λέξη γεράνιον (είδος φυτού), αλλά και β) η νεοελληνική λέξη γερανός (= ανυψωτικό μηχάνημα), επειδή αντίστοιχα ο καρπός του πρώτου και ο βραχίονας του δεύτερου μοιάζουν με το ράμφος αυτού του πτηνού.
γεφυρίζω: πρόκειται για ελληνιστικό ρήμα, που έχει τη σημασία «απευθύνω σκωπτικά και υβριστικά λόγια» και προέρχεται από τη συνήθεια που είχαν οι μύστες των Ελευσίνιων μυστηρίων, όταν βρίσκονταν στη γέφυρα της Ιεράς οδού που περνούσε πάνω από τον ποταμό Κηφισό, να απευθύνουν χλευασμούς και ύβρεις στους περαστικούς (βλ. και φράση «τα εξ αμάξης»).
γη: προέρχεται από την αρχαία λέξη γη (από τον τύπο γέα) ή γαία, άγνωστης προέλευσης.
~ Από τη λέξη αυτή σχηματίζονται σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό το γεω- (π.χ. γεω-λόγος), καθώς και γαιο- (π.χ. γαιο-κτήμων).
«γην και ύδωρ»: αρχαία φράση που υποδηλώνει την άνευ όρων παράδοση στους εχθρούς, επειδή η γη συμβόλιζε την ελεύθερη είσοδο των εχθρικών δυνάμεων ενώ το ύδωρ την παροχή των αναγκαίων ειδών επιβίωσης.
«γης Μαδιάμ»: φράση που σημαίνει «θρύψαλα, ακαταστασία» και προέρχεται από το γεγονός της πλήρους καταστροφής που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, υπέστησαν από τον εβραϊκό στρατό οι κάτοικοι της χώρας Μαδιάμ (από το εβραϊκό όνομα Midian, γιος του Αβραάμ).
γιαλός: προέρχεται από την αρχαία λέξη αιγιαλός, που προήλθε από τη φράση (εν) αιγί αλός (= στο κύμα της θάλασσας, στην ακροθαλασσιά), η οποία αποτελείται από τις λέξεις αίγες (= μεγάλα κύματα) + η αλς, γενική της αλός (= θάλασσα).
γιάνκης: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη yankee, που προήλθε από την ολλανδική φράση Jan Kees, ονομασία που δόθηκε από Ολλανδούς αποίκους υποτιμητικά στους Άγγλους αποίκους της αμερικανικής πολιτείας του Κονέκτικατ και ανάγεται στο αγγλικό ονοματεπώνυμο John Cheese.
γκάγκαρο: προέρχεται από την ιταλική λέξη gangherro (= στρόφιγγα, ρεζές).
«γκάγκαρος Αθηναίος»: φράση που σημαίνει «γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος» και αποτελεί ονομασία που δόθηκε επί Τουρκοκρατίας στους πλούσιους Αθηναίους λόγω της συνήθειάς τους να έχουν στο σπίτι τους το γκάγκαρο, δηλαδή ένα κρεμασμένο κομμάτι ξύλου που έκλεινε αυτόματα την αυλόπορτα με το βάρος του.
γκάζι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη gaz (= αέριο), αυτή από την ολλανδική gaz και αυτή από τη λατινική λέξη chaos (= συγκεχυμένη μάζα), η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη χάος.
~ Παρόμοια σχηματίζεται και η λέξη γκαζόζα, από την ιταλική gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος) και αυτό από τη λέξη gas (= αέριο).
γκαλερί: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη galerie (= αίθουσα τέχνης), που προήλθε από την ιταλική galleria, η οποία ανάγεται στη μεσαιωνική λατινική galeria (= πρόναος εκκλησίας, χώρος για τους μη βαπτισμένους, τους “εθνικούς”). Η λέξη αυτή προέρχεται πιθανόν από τη λέξη galilaea, η οποία προήλθε από τη λατινική Galilea (= Γαλιλαία), περιοχή του Ισραήλ, τόπος διαμονής πολλών “εθνικών”, που ανάγεται στο εβραϊκό όνομα Galil (= κύκλος, περιοχή).
γκάλοπ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την αγγλο-αμερικανική λέξη gallup (= δημοσκόπηση), η οποία προήλθε από το επώνυμο του Αμερικανού δημοσιογράφου G. Gallup, ιδρυτής του ομώνυμου ινστιτούτου δημοσκόπησης το 1935.
γκάμ(μ)α: προέρχεται από την ιταλική λέξη gamma, η οποία σήμαινε αρχικά τη νότα ντο, ενώ έπειτα ολόκληρη την οκτάβα του ντο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη γάμμα για το αντίστοιχο γράμμα, που προήλθε από τη σημιτική λέξη gimel (= καμήλα).
γκέτο: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από το όνομα ενός μικρού νησιού κοντά στη Βενετία στο οποίο υπήρχε χυτήριο, όπου υποχρεώθηκαν να διαμένουν οι Εβραίοι το 1516. Η ονομασία αυτή προέρχεται πιθανόν από την ιταλική λέξη ghetto (= χυτήριο), που προήλθε από το ρήμα ghettare (= ρίχνω, χύνω), παράγωγο του λατινικού ρήματος jacio (= ρίχνω).
γκιλοτίνα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη guillotine (= λαιμητόμος), που προήλθε από το επώνυμο του Γάλλου φυσικού J. Guillotin, ο οποίος κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης για λόγους ισότητας γενίκευσε την θανατική εκτέλεση με τη χρήση της λαιμητόμου, η οποία πριν χρησιμοποιόταν μόνο για ευγενείς (βλ. και λ. καρμανιόλα).
γκόμενος: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, για την οποία υπάρχουν τρεις πιθανές εκδοχές προέλευσης: 1) από την ιταλική λέξη gommeno, που προήλθε από τη γαλλική gommeux (= αλειμμένος με κόμμι, κομψευόμενος), παράγωγο της λέξης gomme (= γόμμα, κόμμι), που ανάγεται στη λατινική gummi και αυτή στην αρχαία λέξη το κόμμι, η οποία έχει αιγυπτιακή προέλευση. 2) από την ισπανική λέξη gomina, ονομασία λακ μαλλιών στην Αργεντινή, που προήλθε από τη λέξη gomma (= γόμμα) και αυτή από τη λατινική gummi. 3) από τη λέξη γκόμενα, που προήλθε από τη βενετική gomena (= παλαμάρι, θηλιά), με την έννοια της γυναίκας που τυλίγει ερωτικά τον άνδρα, λέξη που προήλθε πιθανόν από την αραβική gummal (= σκοινί).
γκραν-γκινιόλ: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική φράση grand guignol, όνομα θεάτρου στο Παρίσι (το 1897), το οποίο παρουσίαζε σκηνές τρόμου. Προέρχεται από τις λέξεις gran (= μεγάλος) και guignol (είδος μαριονέτας), την οποία κατασκεύασε ο Γάλλος Mourguet και την ονόμασε έτσι από την ιταλική λέξη Chinolo, πατρίδα ενός Ιταλού φίλου του.
γκράφιτι: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τον πληθυντικό graffiti της ιταλικής λέξης graffito (= τοιχογραφία), παράγωγο της λέξης graffio (= επιγραφή). Αυτή ανάγεται στη λατινική graphium, που προέρχεται από την αρχαία λέξη γραφείον, παράγωγο του ρήματος γράφω.
γκροτέσκ(ο): πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη grotesque (= παράξενος, γελοίος), που προήλθε από την ιταλική φράση (pittura) grοttesca, που σημαίνει «(ζωγραφική) σπηλαίων». Η λέξη grottesca είναι το θηλυκό του επιθέτου grottesco (= σπηλαιώδης), παράγωγο της λέξης grotta (= σπηλιά), που ανάγεται στη λατινική crypta και αυτή στην ελληνιστική κρύπτη (παράγωγο του αρχαίου επιθέτου κρυπτός, που προήλθε από το ρήμα κρύπτω).
γλαύκα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η γλαυξ, αιτιατική την γλαύκα (= κουκουβάγια).
«κομίζω γλαύκα εις Αθήνας»: αρχαία παροιμία που σημαίνει «φέρνω τη γλαύκα στην Αθήνα, παρουσιάζω δηλαδή ως καινούριο κάτι πασίγνωστο» και σχετίζεται με το γεγονός ότι το νόμισμα της Αθήνας λεγόταν «γλαύκα», επειδή έφερε την παράσταση της κουκουβάγιας, συμβόλου της σοφίας για την πολιούχο θεά Αθηνά.
γοργόνα: προέρχεται από την αρχαία λέξη η Γοργών (γενική Γοργόνος) ή Γοργώ (γενική Γοργούς), μυθολογικό τέρας.
~ Από τη λέξη Γοργώ προέρχεται, επίσης, και το αρχαίο επίθετο γοργός, το οποίο αρχικά είχε τη σημασία «φοβερός», ενώ στην ελληνιστική εποχή απέκτησε πλέον την έννοια «γρήγορος».
γόρδιος: πρόκειται για ελληνιστικό επίθετο, που προέρχεται από το όνομα Γόρδιον, πόλη της Μ. Ασίας, το οποίο προήλθε από το όνομα Γόρδος, βασιλιάς της Φρυγίας.
«γόρδιος δεσμός»: φράση που προέρχεται από την πόλη όπου ο Μ. Αλέξανδρος έκοψε με το σπαθί του τον περίτεχνο κόμπο ενός άρματος αντί να τον λύσει, όπως όριζε ένας χρησμός για όποιον ήθελε να κατακτήσει ολόκληρη την Ασία.
γραβάτα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη cravatta και αυτή από τη γαλλική cravate (= λαιμοδέτης), που προήλθε από το όνομα Cravate (= Κροάτης), επειδή πρώτοι οι Κροάτες φόρεσαν υφασμάτινες λωρίδες ως λαιμοδέτες. Το όνομα Cravate προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό Croatia, που προήλθε από το σερβοκροατικό Hrvatska, παράγωγο της λέξης Hrvati (= ορεσείβιος), όνομα σλαβικής φυλής.
γρήγορος: πρόκειται για μεσαιωνικό επίθετο, που προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο εγρήγορος (= άγρυπνος), το οποίο προήλθε από τον παρακείμενο β΄ εγρήγορα του αρχαίου ρήματος εγείρω (= σηκώνω, ξυπνώ κάποιον).
γυμνάσιο: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από τη γερμανική λέξη Gymnasium (= εκπαιδευτικό ίδρυμα), που προήλθε από τη λατινική gymnasium. Η λέξη αυτή προέρχεται από την αρχαία λέξη γυμνάσιον (= σωματική άσκηση, γυμναστήριο), παράγωγο του ρήματος γυμνάζω, που προήλθε από το επίθετο γυμνός, επειδή οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τη συνήθεια να ασκούνται χωρίς ενδύματα.
γύφτος: πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, που προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο Αιγύπτιος και αυτό από το αρχαίο όνομα Αίγυπτος. Η ονομασία γύφτος (πβ. και αγγλικό gipsy από το επίθετο Egyptian = Αιγύπτιος) προήλθε από το γεγονός ότι κατά τον μεσαίωνα οι ίδιοι οι Αθίγγανοι (βλ.λ.) ή αλλιώς Τσιγγάνοι ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από την «μικρή Αίγυπτο», μια ανεξακρίβωτη χώρα.